Προβολή όλων των 5 αποτελεσμάτων

ΘΑ ΦΩΝΑΞΩ ΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ

8.90

Καθώς το αποχαιρετιστήριο δείπνο έφτανε στο τέλος του, ο Μπομπ Μπέργκερ, ο φίλος μου από τα παλιά, έκανε νόημα ότι είχε ανάγκη να μου μιλήσει. Είχαμε ακολουθήσει διαφορετικές επαγγελματικές κατευθύνσεις, εκείνος χειρουργούσε καρδιές, εγώ θεράπευα ραγισμένες
καρδιές μέσα από τη συζήτηση, κι όμως μεταξύ μας υπήρχε ένας στενός σύνδεσμος που το νιώθαμε κι οι δύο πως θα διαρκούσε όλη μας τη ζωή. Όταν με πήρε απ’ το μπράτσο για να με τραβήξει παράμερα, κατάλαβα πως συνέβαινε κάτι εξαιρετικό. Ο Μπομπ πολύ σπάνια με άγγιζε. Κάτι τέτοια τα παρατηρούμε εμείς οι ψυχίατροι. Έσκυψε στο αυτί μου και είπε βραχνά: «Μου συμβαίνει κάτι πολύ βαρύ… ξεσπάει το παρελθόν… οι δύο ζωές μου, της νύχτας και της μέρας, γίνονται ένα. Έχω ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον ».

ΛΙ

8.18

Το αφήγημα τούτο, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1987 από τις εκδόσεις Άγρα, φέρει ημερομηνία 25.12.1968, και διηγείται τη σύντομη συνάντηση του αφηγητή με μια μικρή Κινεζούλα, όταν το πλοίο του φούνταρε ανάμεσα Καουλούν και Χονγκ Κονγκ και περμένανε να το παραδώσουν στους καινούργιους αγοραστές και να φύγουνε.

ΜΙΑ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ

9.90

Στο γράμμα για τα εβδομηκοστά γενέθλια του Ρομαίν Ρολλάν, ο Φρόυντ μπορεί πλέον να μιλήσει για τον ίδιο, ομολογώντας πως «η ανάμνηση αυτού του βιώματος πάνω στην Ακρόπολη επανέρχεται πολύ συχνά και με στοιχειώνει από τότε που γέρασα». Η ενοχή του να ξεπεράσει τον πατέρα του, η ενοχή υπέρβασης της πατρικής θέσης, η οποία παραπέμπει στην ασυνείδητη επιθυμία και ανάγκη πατροκτονίας για το προχώρημα στη ζωή, τον έφερε αντιμέτωπο με τη βιαιότητα του θανάτου, που επέκειτο πραγματικά λόγω της ηλικίας και βιωνόταν φαντασιωτικά στη σχέση του με τους νεότερους. Ο φόνος του πατέρα λειτουργεί σαν το νήμα που διαρθρώνει τον υποκειμενικό μύθο και την προσωπική ιστορία του Φρόυντ και τα συνδέει με την εφεύρεση της ψυχανάλυσης, την κοσμοθεώρησή της και την ερμηνεία των κοινωνικών δεσμών και της πολιτισμικής εξέλιξης. Η Ακρόπολη, ως πολιτισμικό μνημείο, θρυμματισμένη αλλά αγέρωχη, θυμίζει ένα χαμένο παρελθόν που υφίσταται όρθιο παρ’ όλους τους θανάτους. Ίσως ο Φρόυντ, στο γραπτό του, μας ζητά απλώς επιείκεια και σεβασμό για τον ίδιο και το έργο του, ένα έργο που συνεχίζει να προκαλεί κλυδωνισμούς, αντιστάσεις και ταραχές. Το 1904, ο Σεφέρης, μικρό αγόρι, ζούσε σε έναν κόσμο που φάνταζε αιώνιος, ενώ ο Φρόυντ ανέβαινε στο Βράχο, κι αυτός σχετικά ξέγνοιαστος, με συγκεχυμένες αναμνήσεις από μια αλλοτινή αξέχαστη παιδική ηλικία σε μέρη της Κεντρικής Ευρώπης, που κι αυτά φάνταζαν αιώνια. Το 1936 όμως, ο Σεφέρης έγραφε με τον τρόπο του « Όπου και να πάω η Ελλάδα με πληγώνει», ενώ ο Φρόυντ, πικραμένος και ανήμπορος, χωρίς ιδιαίτερη όρεξη για αφιερώματα γενεθλίων, ζώντας την επικράτηση του ναζισμού, ανέσυρε τις αναμνήσεις του από την ανάβαση στην Ακρόπολη, ανασύροντας ταυτόχρονα το ερώτημα της Aufhebung, το πώς ένας γιος ξεπερνά τον πατέρα του. Το 1970, ο ποιητής, υπό καθεστώς δικτατορίας, μας δωρίζει ένα όνειρό του πάνω στην Ακρόπολη, ένα όνειρο αποξένωσης, που έκρυβε στα σωθικά του έναν εφιάλτη. Άραγε τί σημαίνει η Ακρόπολη, τέτοια που υψώνεται στο βλέμμα των επισκεπτών στον σύγχρονο κόσμο μας ; Ο εφιάλτης του Σεφέρη είναι αρκετά σαφής και συνάδει με την αλλοίωση και την καταστροφή της. Το δέος του Φρόυντ, αντίθετα, εντάσσεται στο σεβασμό της λειτουργίας της και στην ερμηνεία της θέσης της ως μνημειακού θησαυρού της ανθρωπότητας. Πράγματι έχει τη θέση αγάλματος · από τη μια αντιπροσωπεύει μεταφορικά μια στροφή της Ιστορίας και από την άλλη στέκεται υπεράνω της κρίσης, της σκέψης, των μυθευμάτων και των επίκαιρων δρώντων. Ο Σεφέρης θυμίζει μια φράση του Φρόυντ, επίκαιρη και στις μέρες μας : «Είμαι καταποντισμένος μέσα σε αυτή την αγιάτρευτη αθλιότητα και δεν μπορώ να τη βγάλω από πάνω μου. Κάνουμε διαστημικά ταξίδια, καταπολεμούμε τις αρρώστιες, όμως τον μεγαλύτερο εχθρό του ανθρώπου –τον άνθρωπο–δεν μπορούμε να τον εξουδετερώσουμε».

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΟΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ

4.90

Πριν από μερικά λεπτά, ήταν παράξενη η ζωή· τώρα, εξίσου παράξενος ήταν ο θάνατος. Έχοντας σταθεί στα πόδια της, η νυχτοπεταλούδα κειτόταν πλέον ήρεμη, παραιτημένη και απόλυτα αξιοπρεπής. Τί τα θες, έμοιαζε να λέει, ο θάνατος είναι πιο δυνατός από μένα.
Στο ημερολόγιό της, με ημερομηνία 17 Φεβρουαρίου 1922, η Βιρτζίνια Γοϋλφ έγραφε ήδη σε ηλικία σαράντα ετών: «Ήθελα να μιλήσω για το θάνατο αλλά, ως συνήθως, μπήκε στη μέση η ζωή».
Παρόλο που ήταν φτιαγμένη από σάρκα, κόκαλα και πνεύμα· παρόλο που ήταν πλάσμα προικισμένο, ερωτικό, η Βιρτζίνια Γουλφ σχοινοβατούσε ανέκαθεν ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο.
Λίγες μέρες πριν από την αυτοκτονία της έγραψε το σύντομο πόνημα που δημοσιεύουμε εδώ, ανέκδοτο μέχρι σήμερα στη γλώσσα μας.
Η ιστορία εκτυλίσσεται το 1941 στην αγγλική εξοχή. Μια νυχτοπεταλούδα ψυχορραγεί· η αφηγήτρια την παρατηρεί, σχολιάζει την παρατεταμένη, αργή αγωνία του θανάτου με συμπόνια. Και μας κάνει να αναρωτιόμαστε κατά πόσο η Γουλφ είναι το μικρό ετοιμοθάνατο ζωύφιο ή απλώς η μάρτυρας του τέλους του.

ΤΖΙΑΚΟΜΟ ΚΑΖΑΝΟΒΑ

5.50

« Ο Giacomo Casanova τού Seingalt, ο μεγάλος υπερρεαλιστής τού έρωτα. Ο υπέροχος αυτός εραστής κατέχει μια από τις υψηλότερες θέσεις στο προσωπικό μου Πάνθεον ανάμεσα σε άλλα μεγάλα είδωλά μου, όπως αίφνης ο Freud, ο Shakespeare, ο Μωάμεθ, ο Breton, ο Nietzsche, ο Whitman, ο Αισχύλος, ο κόμης του Lautréamont, ο Έγελος, ο Παν και η Αφροδίτη και άλλοι πολλοί και αγαπητοί. »
– A. EΜΠΕΙΡΙΚΟΣ

Κυκλοφορεί στη νεοσύστατη σειρά “Βιβλίδια” των Εκδόσεων Άγρα, σε αυτόνομη έκδοση, το θαυμάσιο πεζογράφημα του Ανδρέα Εμπειρίκου από τον τόμο ΟΙ ΚΥΚΛΟΙ ΤΟΥ ΖΩΔΙΑΚΟΥ (Άγρα, 2018), όπου ο συγγραφέας-ποιητής επιδίδεται σε ένα απρόσμενο παιχνίδι ταυτοπροσωπιών.