ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Η ΕΝ ΤΑΥΡΟΙΣ

7.50

Ο Ορέστης και ο Πυλάδης αναζητούν στη Σκυθία το ξόανο της Αρτέμιδας. Συλλαμβάνονται και οδηγούνται στον ναό της θεάς για να θυσιαστούν. Ιέρεια εκεί είναι η Ιφιγένεια που αναγνωρίζει τον αδελφό της. Παίρνουν το ξόανο και όλοι μαζί φεύγουν κρυφά για την Ελλάδα. Ο βασιλιάς της Σκυθίας τούς καταδιώκει, αλλά τους σώζει η θέα Αθηνά.

ΟΔΥΣΣΕΙΑ

12.80

Στην παρούσα έκδοση η “Στιγμή” παρουσιάζει μιαν Ανθολόγηση και Μετάφραση της ομηρικής Οδύσσειας από τον Στυλιανό Αλεξίου. Τα τμήματα που έχουν επιλεγεί δίνουν και το σύνολο της πλοκής. Στον Πρόλογο αξιολογούνται οι προηγούμενες μεταφράσεις Πολυλά, Εφταλιώτη, Καζαντζάκη-Κακριδή, Ψυχουντάκη, Σίδερη.
Στη μετάφραση χρησιμοποιήθηκε ένας ευέλικτος δεκαπεντασύλλαβος που μπορεί να αυξομειώνεται από δεκατρείς έως δεκαεπτά συλλαβές. Η παραδοσιακή τομή μετά την όγδοη συλλαβή παύει να είναι υποχρεωτική. Ο στίχος γίνεται καταλληλότερος για την απόδοση της προσωδιακής ποικιλίας του ομηρικού εξαμέτρου.
Η γλώσσα της μετάφρασης απαλλάχθηκε από τις αγκυλώσεις της παλαιάς δημοτικής. Παρέχεται έτσι ένα νεοελληνικό κείμενο άνετα κατανοητό από τον σημερινό αναγνώστη, κατάλληλο επίσης για σχολική χρήση στη Μέση Εκπαίδευση.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΤΥΡΑΝΝΟΣ

8.50

Προσπαθώντας να απαλλάξει τη Θήβα από τον λοιμό, ο Οιδίπους ανακαλύπτει ότι ο ίδιος είναι ο δράστης της πατροκτονίας και της αιμομειξίας. Η αποκάλυψη οδηγεί τη μητέρα του στην αυτοκτονία, και τον ίδιο στο να τυφλωθεί. Από τα κορυφαία δραματικά έργα της αρχαίας γραμματείας.

ΤΡΩΑΔΕΣ ΜΗΔΕΙΑ

12.00

Οι πληροφορίες για τις γλωσσικές περιστάσεις και εμπειρίες μέσα στις οποίες οι αρχαίοι τραγικοί παρουσίασαν τις δικές τους γλωσσικές αποκλίσεις είναι ανύπαρκτες. Από τη στιγμή αυτή αρχίζει και ο αγώνας με την αντίσταση και τη μοναξιά των κειμένων. Κειμένων των οποίων τις λέξεις μπορούμε να ερμηνεύσουμε εννοιολογικά, είναι όμως αδύνατον να τους ξαναδώσουμε το διάχυτο λειτουργικό άρωμά τους. Για να περιοριστώ σε μιαν απλή, περίπου μονοκύτταρη, έκφραση άλγους: “αιαί”, “ιώ”, “οίμοι”, “έ”, “ώμοι”, “φεύ”, “οι”, “ιού”, “εή”, “οτοτοτοί”, “πύππαξ”, “πόποι”, είναι μια ποικιλία επιφωνημάτων που χρησιμοποιούν ο Αισχύλος στην Ορέστεια και ο Ευριπίδης στις Τρωαδίτισσες. Επειδή, σαφώς, τα διαφορετικά αλλά ταυτόσημα αυτά επιφωνήματα δεν χρησιμοποιούνται απλώς χάριν ποικιλίας, βάσει ποιων στοιχείων θα μπορούσαμε σήμερα να διακρίνουμε και να καταλάβουμε τη διαφοροποιούμενη, και κατά περίσταση επιδιωκόμενη, αισθητική λειτουργία τους; Επιπλέον: πέρα από τα ήδη κορεσμένα “αλί”, “αχ”, και “οιμένα”, με ποια άλλα μέσα θα μπορούσαμε να ανταποκριθούμε μεταφραστικά στη διαφοροποίηση αυτή;
Σχετικά με τις Τρωαδίτισσες, η μεταφορά ορισμένων σημείων τους στην τωρινή μορφή της γλώσσας μας έγινε μέσα από αντιστοιχίες του νεότερου ελληνικού ποιητικού λόγου, επώνυμου είτε ανώνυμου.
Η επιλογή ήταν εσκεμμένη, γιατί τα πάθη τους είναι ακόμα τόσο οικεία όχι μόνο στην ιστορική, αλλά και στην τρέχουσα μνήμη μας. Εσκεμμένα επίσης, ορισμένες λέξεις που εννοιολογικά έχουν σήμερα διαφοροποιηθεί διατηρήθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν με την αρχική σημασία τους.