Προβολή όλων των 3 αποτελεσμάτων

Η ΤΡΙΚΥΜΙΑ

8.00

Πάνω σε καράβι. Ακούγεται θόρυβος φοβερός από βροντές και κεραυνούς
(Μπαίνει ένας Καπετάνιος κι ένας Ναύκληρος)
ΚΑΠ. Ναύκληρε!
ΝΑΥ. Εδώ ‘μαι καπετάνιο. Εσύ πώς πας;
ΚΑΠ. Τρέξε, στους ναύτες πες αγάντα! Να πέσουν με τα μούτρα στη δουλειά, χωρίς ν’ αργούνε. Αλλιώς φοβούμαι, πως θα πέσουμε στις ξέρες. Φύγε! Βιάσου!
ΝΑΥ. Αιντέστε, παλληκάρια μου! Ριχτείτε στη δουλειά, λεβέντες μου! Γρήγορα, γρήγορα τη γάμπια χαμηλώστε! Κι έχετε το νου σας τί σας προστάζει η σφυρίχτρα. Αγέρα, φυσομάνα, ώσπου να σκάσουν τα πλεμόνια σου! Φτάνει μονάχα να ‘χουμε τράτο να μην πέσουμε στα βράχια.
(Μπαίνουν ο Αλόνσο, ο Σεμπάστιαν, ο Αντόνιο, ο Φερντινάντο, ο Γκονζάλο και άλλοι)
ΑΛΟ. Άκου ‘δω, ναύκληρε. Που είναι ο καπετάνιος; Που είναι οι ναύτες; Φώναξέ τους!
ΝΑΥ. Παρακαλώ σας, μείνετε στ’ αμπάρια!
ΑΝΤ. Πού είναι ο καπετάνιος, ναύκληρε;
ΝΑΥ. Δεν τον ακούτε; Τη σφυρίχτρα του; Στα πόδια μας μπερδεύεστε. Να πάτε κάτω στα κρεβάτια σας! Γιατί έτσι, ετούτο το κακό το σιγοντάρετε.
ΓΚΟ. Σταμάτα τις φωνές! Συγκράτα το θυμό!
ΜΑΤ. Όταν το πέλαο συγκρατήσει το δικό του. Τραβηχτείτε! Το κύμα που θρασομανά δε νοιάζεται για βασιλιάδες. Στ’ αμπάρια! Άστε μας ήσυχους! Μη μας σκοτίζετε!
ΓΚΟ. Ξεχνάς ποιος είναι επιβάτης στο καράβι σας;
ΝΑΥ. Κανένας που να τον έχω πιο ακριβό από το τομάρι μου.
Εσύ ‘σαι τάχα σύμβουλος σπουδαίος. Αν έχεις κότσια, πρόσταξε ετούτα τα στοιχεία να βουβαθούνε, να ‘ρθει γαλήνη.
Αν το μπορέσεις, όλοι εμείς θα παρατήσουμε τη ναυτική μας. Μπρος, πρόσταξέ τα! Αν πάλι δεν μπορείς, αυτό που πρέπει, είναι να ευχαριστήσεις τον Θεό που σ’ έχει ζωντανό ακόμα, και να πας στ’ αμπάρια πλάι στο κρεβάτι σου ν’ αρχίσεις προσευχή, έτοιμος για το κακό που θα ‘ρθει, αν είναι να ‘ρθει. Άιντε, παιδιά! Φευγάτε εσείς, σας λέω, από τα πόδια μας!
ΓΚΟ. Πολλή χαρά μου δίνει αυτός ο άνθρωπος! Σημάδι πως του μέλλει να πνιγεί δε βλέπω απάνω του. Βλέπω όμως την κρεμάλα ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Ελπίζω το γραφτό της μοίρας του να μην αλλάξει. Το σκοινί της κρεμάλας του να γίνει το παλαμάρι του σωσμού μας, μια που τα σκοινιά του καραβιού δεν μας κρατούνε. Αν όμως δεν του μέλλει να πνιγεί, αλί και τρισαλί μας.
(Βγαίνουν)
ΝΑΤ. Μάινα τα πανιά! Βιαστείτε! Μάινα, μάινα! Βιράρετε με τη μαΐστρα! (Ακούγεται, κραυγή από μέσα). Που να πλαντάξετε όλοι με τα ουρλιαχτά σας! Ουρλιάζετε πιο δυνατά από την ανεμοζάλη και σκεπάζετε τις προσταγές μας.
(Μπαίνουν ο Σεμπάστιαν, ο Αντόνιο και ο Γκονζάλο)
Πάλι εσείς εδώ; Μα τί ζητάτε; Θέλετε τη δουλειά μας να σταματήσουμε και να πνίγουμε; Θέλετε να βουλιάξαμε στον πάτο;
ΣΕΜ. Σκυλί, άμποτε να σαπίσει το λαρύγγι σου! Βρωμόστομε, αθεόφοβε, γλωσσά!
ΝΑΤ. Δίνετε εσείς λοιπόν τις προσταγές στους ναύτες. […

ΟΤΑΝ ΞΥΠΝΗΣΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ

9.00

Στο “Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί”, ο δραματουργός προσπαθεί να ξετυλίξει λόγο ανιχνευτικό της ίδιας του της δραστηριότητας: του δημιουργού. Το ερώτημα για την πραγματική αξία της Τέχνης -τη δύναμή της να κάνει την ανθρώπινη ζωή πιο υποφερτή- κατατρώει την ψυχή του γηραιού Ίψεν.

«Άκου… πως έβαλα τον εαυτό μου μες στο σύμπλεγμα. Μπρος από μια πηγή… κάθεται ένας άντρας γεμάτος ενοχές που δεν έχει ακόμα βγει ολόκληρος απ’ τη γη… Βουτάει και ξαναβουτάει τα χέρια του στο τρεχούμενο νερό -για να τα εξαγνίσει-, καμπουριάζει και βασανίζεται απ’ τη σκέψη πως ποτέ, μα ποτέ δε θα τα καταφέρει… Αέναα θα καίγεται μες στην κόλασή του.»

ΡΩΜΑΙΟΣ ΚΑΙ ΙΟΥΛΙΕΤΑ

10.00

Το ΡΩΜΑΙΟΣ ΚΑΙ ΙΟΥΛΙΕΤΤΑ, γραμμένο κατά πάσα πιθανότητα μέσα στο 1595, έχει χαρακτηριστεί ως «το πιο σύνθετο προϊόν της λυρικής περιόδου του Σαίξπηρ». Ξεκινά αναπτύσσοντας όλες τις τυπικές προϋποθέσεις μιας ρομαντικής ερωτικής κωμωδίας, αλλά φτάνοντας στη μέση, με τον αδόκητο θάνατο του Μερκούτιου –ένα από τα πιο λαμπερά δημιουργήματα της κωμικής φαντασίας του Σαίξπηρ– , ο κόσμος του ξαφνικά συστέλλεται και το γαμήλιο όραμα μεταπίπτει άρδην σε τραγωδία. Το έργο είναι ένα έμμετρο επιθαλάμιο παραμύθι, μια παρατεταμένη γαμήλια τελετή η οποία –σαν από μια τυχαία επιπλοκή του μεταφορικού της συστήματος– βρέθηκε ξαφνικά να κυριολεκτεί και μεταβλήθηκε σε αιματηρή θυσία. Γι’ αυτό, η πληρέστερη γλώσσα που διαθέτουμε για να κατανοήσουμε την αφύπνιση του έρωτα, τη μέχρις εσχάτων και έως θανάτου υπερβολή του, εξακολουθεί να είναι αυτή η ευωχία των αισθήσεων που μας παρέχει η συντροφιά των νέων από τη Βερόνα: η γενναιόδωρη Ιουλιέττα, ο παρορμητικός Ρωμαίος, ο πληθωρικός και ανελέητα είρων Μερκούτιος.