Showing 1–12 of 20 results

20 ΒΗΜΑΤΑ ΜΠΡΟΣΤΑ

13.80

«Το πιο επικίνδυνο πράγμα στον κόσμο

είναι να ζεις μια ζωή

χωρίς να παίρνεις κανένα ρίσκο.»

Εμείς, ως άνθρωποι της Δύσης, έχουμε ανάγκη να επεμβαίνουμε, να χειραγωγούμε, να προσανατολίζουμε και να ρυθμίζουμε. Θέλουμε να νιώθουμε πως είμαστε οι διεκπεραιωτές των νόμων του σύμπαντος – και αυτό δεν το βρίσκω κακό. Καλώς ή κακώς, ό,τι συμβαίνει στον κόσμο περιέχει σ’ ένα ποσοστό και τη δική μας εμπλοκή στις καταστάσεις της ζωής. Αποδεχόμενοι αυτό το γεγονός, καταλαβαίνουμε πως στο προσωπικό, στο οικογενειακό και στο κοινωνικό, πρέπει να προσθέσουμε το όνειρο και την πραγματοποίηση, την επιθυμία και το σχεδιασμό, την ανάγκη και τη δράση, την αξία και τη δουλειά, την υπομονή και το ρυθμό, την επιμονή και τη δημιουργικότητα.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΝΟΙΑ ΣΤΗ ΣΟΦΙΑ

21.20

«Εγώ είµαι εξαγωγέας αγκαθιών,
κι όλη µου η δουλειά περιγράφεται ως εξής:
Έχεις ένα αγκάθι στο πόδι σου,
φέρνω µια βελόνα
(που, το δίχως άλλο, µοιάζει κι αυτή µε αγκάθι)
και προσπαθώ µʼ αυτήν να βγάλω το αγκάθι
που σου πληγώνει το πόδι.

Το πρώτο αγκάθι, αυτό που πληγώνει, και το δεύτερο, που πάει να βγάλει το πρώτο, µοιάζουν: είναι και τα δύο αγκάθια. Όταν µε τη βοήθεια του δεύτερου βγάλουµε το πρώτο, πρέπει να τα πετάξουµε και τα δυο.»
Αυτή είναι η ιστορία ενός φανταστικού ταξιδιού από την άγνοια, απʼ όπου όλοι ξεκινάμε, προς τη σοφία, όπου δε φτάνουμε ποτέ. Η Σιμρίτι —όπως λέγεται η κεντρική ηρωίδα— αποδέχεται την πρόκληση και ξεκινά, με συνοδό τον Χόρχε Μπουκάι, την επικίνδυνη εξερεύνηση της ψυχής και του μυαλού της.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΥΤΟΕΚΤΙΜΗΣΗ ΣΤΟΝ ΕΓΩΙΣΜΟ

14.90

Η ΑΠΟ-ΕΝΟΧΟΠΟΙΗΣΗ ΜΙΑΣ
(ΠΟΛΥ)
ΕΝΟΧΟΠΟΙΗΜΕΝΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ
«Όποιος λέει ότι αγαπάει
πολύ τους άλλους
και λίγο τον εαυτό του,
απλώς λέει ψέματα σʼ ένα από τα δύο:
ή στο ότι αγαπάει πολύ τους άλλους,
ή στο ότι δεν αγαπάει πολύ
τον εαυτό του.»

«Δεν πάει πολύς καιρός από τότε που άρχισα να καταλαβαίνω την πραγματική αξία της βοήθειας και την αξία που έχει το να είσαι εγωιστής. Από τότε, λέω: ʽʽΕίμαι τόσο, μα τόσο εγωιστής, που θα επιχειρήσω να βοηθήσω μόνο και μόνο επειδή μου δίνει χαρά. Θα το κάνω γιατί το θέλω εγώ και γιατί με ευχαριστεί. Θα το κάνω για μένα, όχι για σένα, οπότε δεν μου χρωστάς τίποταʼʼ.»

ΒΑΣΙΣΟΥ ΠΑΝΩ ΜΟΥ

21.20

Υπάρχουν κάποιοι που περπατούν στο κάστρο της ζωής τους προσπαθώντας να μην τους κοστίσει τίποτα, και δεν μπορούν να το ευχαριστηθούν. Υπάρχουν άλλοι που βιάζονται τόσο να φτάσουν νωρίς, που χάνουν τα πάντα χωρίς κι αυτοί να ευχαριστηθούν τίποτα. Κάποιοι λίγοι μαθαίνονυ αυτό το μάθημα και παίρνουν το χρόνο τους για κάθε διαδρομή. Ανακαλύπτουν και απολαμβάνουν την κάθε γωνιά, το κάθε βήμα. Ξέρουν πως δε θα είναι δωρεάν, αλλά καταλαβαίνουν ότι το κόστος τού να ζεις, αξίζει τον κόπο.>>
Ο Χοντρός έμεινε σιωπηλός κι εγώ σηκώθηκα για να φύγω. Όταν φτάσαμε στην πόρτα, μου είπε ακόμα: <<'Ασε τα πράγματα να συμβαίνουν, το καθένα στον καιρό του, και μην προσπαθείς ποτέ να σπρώξεις το ποτάμι...>>

ΓΟΝΕΙΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΑ

22.60

Ο Χόρχε και ο Ντεμιάν Μπουκάι συζητούν για την πρώτη, την κρισιμότερη και πιο καθοριστική σχέση της ανθρώπινης ύπαρξης: αυτήν που συνδέει τους γονείς με τα παιδιά τους. Προσπαθώντας να εκφράσουν τη δική τους άποψη στα αιώνια ερωτήματα που απασχολούν τον άνθρωπο από τη γέννηση μέχρι το θάνατο, δε διστάζουν να διαφωνήσουν και δεν προσπαθούν να καλύψουν τις διαφορετικές τους απόψεις. Τι σημαίνει να είσαι γονέας; Ποιος ο λόγος να γίνεις; Τι είναι αυτό που καθιστά κάποιον «περισσότερο γονέα» από κάποιον άλλο; Τι σημαίνει «είμαι πατέρας» και τι «είμαι μητέρα»;

ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΚΛΑΟΥΝΤΙΑ

20.20

«Αντίο, μπαμπά.»

«Από μένα, μπαμπά, ποτέ δε δέχτηκες τίποτα που να μην ήταν τσάμπα ή μικρής αξίας. Ποτέ δεν έμαθες να παίρνεις. Δεν άντεχες την ιδέα να έχεις ανάγκη τον άλλον. Μπαμπά, νιώθω πως είναι πολύ αργά πια για σένα. Νιώθω πως είναι πολύ αργά πια για να περιμένω να μου μάθεις να δέχομαι. Αλλά δεν είναι αργά για μένα, μπαμπά. Θέλω να μάθω να παίρνω, θέλω να μάθω ν’ αφήνω τους άλλους να με στηρίζουν. Θέλω να μάθω να έχω ταίρι, μπαμπά. Όχι παιδί: ταίρι! Κι όσο για σένα, μπαμπά, δε θα καθίσω να περιμένω πότε θα μάθεις να παίρνεις. Σήμερα μεγάλωσα, μπαμπά… Ίσως από σήμερα να είμαι το πρώην παιδί σου.» (σελ. 222)

«Φαντάζομαι πως γράφω σε κάποια παλιά ασθενή μου, την Κλαούντια, όπως λένε και την κόρη μου… Και ίσως αυτή η Κλαούντια να είναι στην πραγματικότητα η Κλαούντια που θα γίνει η κόρη μου σε λίγα χρόνια…»

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙΣ

13.80

Ήταν μια φορά… “μια φορά”
που από το πολύ που τη διηγήθηκαν
ακούστηκε τόσες φορές…
που έγινε πραγματικότητα.

“Πάντα υποστήριζα ότι τα βιβλία μου αποτελούν, απλώς, ένα υλικό για το νου, ότι βοηθούν τον αναγνώστη να στοχαστεί για τον κόσμο και τον εαυτό του· να σκεφτεί τι δρόμο έχει χαράξει στη ζωή με όσα έκανε και όσα δεν μπόρεσε να κάνει· να αναλογιστεί όλα όσα συνέβησαν και, πάνω απ’ όλα, πού οδηγείται ο ίδιος και πού θα ήθελε να οδηγηθεί.

ΚΛΑΣΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΟΜΟΣ Α’

19.10

Και η Κοκκινοσκουφίτσα ρωτάει τον λύκο,
σαν να μιλούσε στη γιαγιά της:
«Γιατί, γιαγιά, ξαναδιαβάζεις αυτά τα παραμύθια,
αφού τα ξέρεις απέξω;».
Τότε ο λύκος σηκώνεται πάνω και της απαντάει
με καθαρή φωνή:
«Για να μάθω ποιος είμαι!».

«Η περίφημη φράση ‘‘μια φορά κι έναν καιρό’’ με την οποία αρχίζουν τα παραμύθια, μου θυμίζει την άλλη
περίφημη φράση, ‘‘άμπρα κατάμπρα’’, επειδή κάθε μία με τον τρόπο της μας βάζει σ’ έναν κόσμο μαγικό, σ’ έναν κόσμο συναισθημάτων, κι αυτό είναι ό,τι πιο πολύτιμο και χρήσιμο στη διαδικασία εξέλιξης που ακολουθούμε ως άνθρωποι. Καταπέλτες μοναδικοί, μας ανοίγουν το δρόμο την γνωριμίας με τις αρχές, τις αξίες, τα πιστεύω, τα ήθη και τα έθιμα του πολιτισμού μας. […] Η αρχική μου ιδέα ήταν να εστιάσω λίγο παραπάνω σε καμιά δεκαπενταριά κλασικά παραμύθια, να τ’ αφηγηθώ εν συντομία με βάση την εξέλιξη και τις αλλαγές που έχουν υποστεί οι πρωτότυπες εκδόσεις τους, και μετά, σε μια δεύτερη ανάγνωση, να τα επεξεργαστώ ξανά. Έτσι, με αφετηρία την πεποίθηση ότι πάντα υπάρχει κάτι παραπάνω για να πάρουμε, θα συνεχίσουμε ν’
ανακαλύπτουμε την ουσία των ιστοριών. Όπως λέει και μια παλιά παροιμία, το σακί με τ’ αλεύρι, όσο και αν το
τινάζεις, πάντα στο τέλος θα βγάζει λίγη σκόνη.»

ΚΛΑΣΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΟΜΟΣ Β’

18.10

«Δεν θα μπορούσαν οι άνθρωποι να μάθουν να ζουν κάτω από το νερό;» ρωτάει η μικρή γοργόνα τον Φιξ, τον κάβουρα, αν και μαντεύει ήδη την απάντηση.
«Όχι…» λέει ο Φιξ. «Αυτοί αναπνέουν αέρα, γιατί έχουν πνευμόνια που δεν ξέρουν να παίρνουν οξυγόνο απ’ το νερό.»
«Και δεν μπορούν να μάθουν;» λέει εκείνη με παράπονο.
«Εσύ, μπορείς να μάθεις να περπατάς;»
«Όχι, βέβαια… Δεν μπορώ.»
«Γιατί;»
«Γιατί δεν έχω πόδια. μια ουρά έχω» του λέει η Οντίνα.
«Ε, λοιπόν, κάτι τέτοιο συμβαίνει και μ’ αυτούς.»
Από το παραμύθι «Η μικρή γοργόνα»

ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΛΥΠΗΤΕΡΗ, ΟΧΙ ΚΑΙ ΤΟΣΟ ΛΥΠΗΤΕΡΗ

10.60

Όταν η απόμακρη και αντικοινωνική γιαγιά αρρωσταίνει και έρχεται να εγκατασταθεί στο σπίτι, η μικρή Σοφία και η μαμά της υποφέρουν από την κακότροπη ηλικιωμένη και η ζωή τους δυσκολεύει. Μα τι έχει πάθει αυτή η γιαγιά και φέρεται έτσι; Τι της έχει συμβεί και μισεί τους πάντες και τα πάντα; Μετά από λίγες εβδομάδες, η Σοφία αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι η απότομη συμπεριφορά της γιαγιάς της είναι στην πραγματικότητα ένα πέπλο που προσπαθεί να καλύψει μια ιστορία απώλειας και μεγάλου πόνου. Η θάλασσα, η ποίηση και τα φυτά αποδεικνύονται τρεις πολύτιμοι συμπαραστάτες στον σκληρό εσωτερικό αγώνα που δίνουν οι τρεις γυναίκες ώσπου να κερδίσουν τα βαρύτιμα έπαθλα της συμφιλίωσης, της αυτογνωσίας και της συγγνώμης που χρωστάμε στον ίδιο μας τον εαυτό.

ΝΑ ΒΛΕΠΕΙΣ ΣΤΟΝ ΕΡΩΤΑ

19.10

Έρωτας είναι να αγαπάς τις ομοιότητες,
και αγάπη, να ερωτεύεσαι τις διαφορές.

« (…) Και να την πάλι τώρα αυτή η ανεξήγητη σύμπτωση. Μία ψυχολόγος που αυτός δεν γνώριζε, από κάποιο σημείο της γης, έστελνε σʼ έναν τύπο, σε κάποιο άλλο σημείο της γης, κάποια κείμενα σχετικά με τις σχέσεις των ζευγαριών.
Αυτά τα κείμενα έφταναν στα χέρια του εντελώς ανεξή-γητα και ήταν ακριβώς αυτά που ο Ρομπέρτο χρειαζόταν
νʼ ακούσει.
Μαγεία. (…)»

ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ

15.90

“Δεν μπορώ” του είπα. “Δεν μπορώ!”
“Σίγουρα;” με ρώτησε αυτός.
“Ναι. Πολύ θα ήθελα να μπορούσα να σταθώ μπροστά της και να της πω τι νιώθω… Ξέρω, όμως, ότι δεν μπορώ.”
Ο Χοντρός κάθισε σαν τον Βούδα πάνω σ’ εκείνες τις φριχτές μπλε πολυθρόνες του γραφείου του. Χαμογέλασε, με κοίταξε στα μάτια και, χαμηλώνοντας τη φωνή όπως έκανε κάθε φορά που ήθελε να τον ακούσουν προσεκτικά, μου είπε:
“Να σου πω μια ιστορία…”
Και χωρίς να περιμένει να συμφωνήσω, ο Χόρχε άρχισε να αφηγείται.