Προβολή όλων των 5 αποτελεσμάτων

ΑΛΚΗΣΤΙΣ

14.90

Διάφορες πηγές της παράδοσης μας πληροφορούν ότι ο Ευριπίδης έγραψε και παρουσίασε στους δραματικούς αγώνες των διονυσιακών εορτών περίπου, ή λίγο περισσότερα από, 90 δράματα. Αν ο αριθμός αυτός συνυπολογισθεί, κάπως σχηματικά, με βάση τις παραστάσεις στα Μεγάλα Διονύσια (για τα Λήναια, εορτή ειδικά αφιερωμένη στην κωμωδία, το θέμα της τραγωδίας παραμένει εξόχως ασαφές), όπου οι τραγικοί όφειλαν, υπό ομαλές συνθήκες, να παρουσιάζουν κάθε φορά τέσσερα δράματα, τρεις τραγωδίες και ένα σατυρικό, συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο ποιητής πρέπει να εμφανίσθηκε στο θέατρο πάνω από είκοσι φορές, επομένως περίπου με εβδομήντα τραγωδίες και είκοσι τρία σατυρικά…

ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ ΜΗΔΕΙΑ

16.00

Εννοείται ότι ο μύθος της Μήδειας έχει μακρότατο παρελθόν, αν και διαπιστωμένο όχι απαραίτητα σε υπάρχοντα κείμενα αλλά σε αυτά που αποκαλείται, γενικά, ‘παράδοση’, δεδομένου ότι ή πληρέστερη αφήγησή της, σχετικής με το τραγικό θέμα, Αργοναυτικής εκστρατείας παραδίδεται από τον Απολλώνιο τον Ρόδιο, στα Αργοναυτικά του, μόλις περί τα μέσα του 3ου αι. π.Χ., αν καί, βέβαια, δεν αποκλείεται άντληση υλικού από πηγές που ανάγονται σε παλαιότερες περιόδους του έπους ή και άλλων ποιητικών ειδών, αφού θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι υπήρξε και παλαιότατη, παντελώς απροσδιόριστη, φάση του μύθου, επίσης σχετική με τα Αργοναυτικά, στην οποία φαίνεται να παραπέμπει ή Ομηρική Οδύσσεια (μ 70), με αναφορά στην Αργώ και στον Αιήτη. Εξάλλου, όπως θα διαπιστωθεί συχνά και στο μέρος των σχολίων, αυτό πού αποκαλείται ‘παράδοση’ συγκροτείται, κατά κανόνα, από στοιχεία ποικίλων ειδών και χρονικών περιόδων, οπότε εξηγούνται και οι ατελείωτες αντιφάσεις των πληροφοριών της – απτό παράδειγμα ή πλήρης αντίθεση, ως προς τα ονόματα των Αργοναυτών, μεταξύ του Απολλώνιου, πού αναφέρθηκε, και ενός σημαντικού και πολυγραφότατου Αθηναίου συνώνυμου Γραμματικού του επόμενου αιώνα.

ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ ΟΡΕΣΤΗΣ

17.10

Από οποιανδήποτε και σε οποιοδήποτε επίπεδο και αν προσεγγισθεί το τελευταίο, ίσως, δράμα που παρουσίασε ο Ευριπίδης στο αθηναϊκό κοινό (408 π.Χ.), πριν να πάρει τον μοιραίο δρόμο για την Μακεδονία λίγους μήνες μετά, θα προκύψει ευνόητο το συμπέρασμα ότι αντιμετωπίζεται το πιο απροσδόκητο, ερεθιστικό και ρηξικέλευθο θεατρικό προϊόν που σώζεται από την κλασική αρχαιότητα, μετά την “Ορέστεια” του Αισχύλου – αλλά, βέβαια, για εντελώς διαφορετικούς λόγους: πρόκειται για έργο ενός ευφυούς, ανήσυχου, ευφάνταστου και εξαιρετικά τολμηρού δημιουργού, ο οποίος πρέπει να είχε απόλυτη συνείδηση προς τα που βάδιζε με τις συγκεκριμένες επιλογές του και, προφανώς, να μη δίσταζε, μεταξύ της προοπτικής μιας νίκης στους δραματικούς αγώνες και της ανταπόκρισης στο πνεύμα μιας ταραγμένης εποχής, να προκρίνει το δεύτερο, που εδραίωνε, με άλλο ένα δείγμα, τις απόψεις του για τους στόχους της τραγωδίας των ημερών του, αν και αυτό συνεπαγόταν δραστικές αποκλίσεις από την παράδοση.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Η ΕΝ ΤΑΥΡΟΙΣ

7.50

Ο Ορέστης και ο Πυλάδης αναζητούν στη Σκυθία το ξόανο της Αρτέμιδας. Συλλαμβάνονται και οδηγούνται στον ναό της θεάς για να θυσιαστούν. Ιέρεια εκεί είναι η Ιφιγένεια που αναγνωρίζει τον αδελφό της. Παίρνουν το ξόανο και όλοι μαζί φεύγουν κρυφά για την Ελλάδα. Ο βασιλιάς της Σκυθίας τούς καταδιώκει, αλλά τους σώζει η θέα Αθηνά.

ΤΡΩΑΔΕΣ ΜΗΔΕΙΑ

12.00

Οι πληροφορίες για τις γλωσσικές περιστάσεις και εμπειρίες μέσα στις οποίες οι αρχαίοι τραγικοί παρουσίασαν τις δικές τους γλωσσικές αποκλίσεις είναι ανύπαρκτες. Από τη στιγμή αυτή αρχίζει και ο αγώνας με την αντίσταση και τη μοναξιά των κειμένων. Κειμένων των οποίων τις λέξεις μπορούμε να ερμηνεύσουμε εννοιολογικά, είναι όμως αδύνατον να τους ξαναδώσουμε το διάχυτο λειτουργικό άρωμά τους. Για να περιοριστώ σε μιαν απλή, περίπου μονοκύτταρη, έκφραση άλγους: “αιαί”, “ιώ”, “οίμοι”, “έ”, “ώμοι”, “φεύ”, “οι”, “ιού”, “εή”, “οτοτοτοί”, “πύππαξ”, “πόποι”, είναι μια ποικιλία επιφωνημάτων που χρησιμοποιούν ο Αισχύλος στην Ορέστεια και ο Ευριπίδης στις Τρωαδίτισσες. Επειδή, σαφώς, τα διαφορετικά αλλά ταυτόσημα αυτά επιφωνήματα δεν χρησιμοποιούνται απλώς χάριν ποικιλίας, βάσει ποιων στοιχείων θα μπορούσαμε σήμερα να διακρίνουμε και να καταλάβουμε τη διαφοροποιούμενη, και κατά περίσταση επιδιωκόμενη, αισθητική λειτουργία τους; Επιπλέον: πέρα από τα ήδη κορεσμένα “αλί”, “αχ”, και “οιμένα”, με ποια άλλα μέσα θα μπορούσαμε να ανταποκριθούμε μεταφραστικά στη διαφοροποίηση αυτή;
Σχετικά με τις Τρωαδίτισσες, η μεταφορά ορισμένων σημείων τους στην τωρινή μορφή της γλώσσας μας έγινε μέσα από αντιστοιχίες του νεότερου ελληνικού ποιητικού λόγου, επώνυμου είτε ανώνυμου.
Η επιλογή ήταν εσκεμμένη, γιατί τα πάθη τους είναι ακόμα τόσο οικεία όχι μόνο στην ιστορική, αλλά και στην τρέχουσα μνήμη μας. Εσκεμμένα επίσης, ορισμένες λέξεις που εννοιολογικά έχουν σήμερα διαφοροποιηθεί διατηρήθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν με την αρχική σημασία τους.