Προβολή όλων των 8 αποτελεσμάτων

ΔΕΣΠΟΙΝΑ

12.20

Κι αν η Παναγία ήταν Ελληνίδα μάνα;

Η Δέσποινα έχασε τον γιο της –τριάντα τριών χρονώ παλικάρι, από μιαν αποκοτιά, μια φτυσιά στα μούτρα της Χούντας– κι έχει γυρίσει την πλάτη στον θρύλο που ξεπήδησε απ’ τον χαμό του: τι να την κάνει τη λατρεία του κόσμου, τους οπαδούς και τους πιστούς, όταν το παιδί της είναι μες στο χώμα;

Κι έτσι επιστρέφει με τον νου στο μόνο καταφύγιο –στο παρελθόν– και ξαναζεί τα πάθη και τα λάθη της: το ακριτικό χωριό και τους γέρους γονείς της, το μωρό στα σπλάχνα της, με τον ανομολόγητο πατέρα, τον ξενιτεμό στην Αθήνα, στο αρχοντικό της Δεξαμενής. Από ψυχοκόρη αφέντρα και κυρά, γυναίκα του καλόκαρδου Σήφη, σύντροφος και στήριγμα στα μαύρα χρόνια της κατεχόμενης Κρήτης – μα πάνω απ’ όλα, μάνα του Χρήστου.

Η ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΙΑΣ ΣΚΥΛΑΣ

9.90

Η Σίσυ Νοταρά είναι μια κακομαθημένη μοναχοκόρη, τέκνο ευκατάστατων γονέων και μ’ όλα τα κουσούρια που συνοδεύουν μιαν αλλοπρόσαλλη ανατροφή από αδιάφορους γονείς. Μέχρι που, στα 24, η Σίσυ θα βρει το δάσκαλό της, στο πρόσωπο ενός επιφανούς δημοσιογράφου, που από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας τους θα της κάνει τη ζωή πατίνι.

Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΧΕΙΡΟΤΕΡΗ ΜΕΡΑ

9.90

Δε γνωριζόμαστε, αλλά σε ξέρω. Έχουμε περάσει μέρες και μήνες μαζί, ο καθένας κλεισμένος στο σπίτι του. Έγραψα το βιβλίο αυτό για σένα και για μένα. Για να σου θυμίσω και να θυμηθώ την κοινή δοκιμασία μας, τον κοινό μας αγώνα. Γιατί η κατάθλιψη είναι συνηθισμένη και μοναδική, ύπουλη και διάφανη, τρωτή όπως κι εμείς οι ίδιοι. Ήταν ένας τρόπος να σου πω: Θα περάσει. Να σε διαβεβαιώσω – και συγχρόνως να καθησυχάσω τον εαυτό μου: η αρρώστια μας θεραπεύεται.

Η χειρότερή μας μέρα είναι ακριβώς αυτό, και τίποτα περισσότερο: μια μέρα που παρέρχεται και μας φέρνει πιο κοντά στην ίαση. Ό,τι κι αν μας ψιθυρίζει η κατάθλιψη, πάντα υπάρχει ελπίδα.

Είμαστε φτιαγμένοι για καλύτερες μέρες.

ΜΙΚΡΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΡΕΛΑΣ

12.20

Στις 28 Δεκέμβρη του 2008, στις τρεις τα χαράματα, ο μεγαλύτερος φόβος μου έγινε πραγματικότητα: κατά το κοινώς λεγόμενον, τρελάθηκα.

Το μυαλό μου –ο κόσμος μου– γκρεμίστηκε και τη θέση του πήρε μια παντοδύναμη ψύχωση, που σαν παράσιτο με ξενιστή τον ίδιο μου τον εαυτό τρεφόταν και θέριευε με τις παρανοϊκές ιδέες που γεννούσε ασταμάτητα: ήμουν ο νέος Δαλάι Λάμα, ο Φύλακας στη σίκαλη, πληρωμένοι δολοφόνοι παραμόνευαν στο κατόπι μου.

Σ’ αυτό μου το παραλήρημα, ολοζώντανο ακόμα στη μνήμη μου, στη σύντομη νοσηλεία μου και στην κατοπινή, θανατερή μου κατάθλιψη, παρέσυρα κι οδήγησα στην απόγνωση όλους τους ανθρώπους της καρδιάς μου, που μ’ έβλεπαν άξαφνα κατακερματισμένο από μιαν ανεξέλεγκτη ψυχική ασθένεια.

ΜΙΣΟ ΠΑΙΔΙ

13.30

Ο Αντώνης Ράπτης, δεκαεφτά χρονών αγόρι, αιματοκύλισε το Χρυσοδέντρι: μπήκε στην τάξη του μονοθέσιου σχολείου μ’ ένα κλεμμένο πολυβόλο, σκότωσε τον δάσκαλο κι όλους σχεδόν τους φίλους του, κι έπειτα αυτοπυρπολήθηκε. Το μακελειό συντάραξε το ακριτικό χωριουδάκι, αλλά η αστυνομία έκλεισε τον φάκελο εν τάχει. Το τι συνέβη ήταν φως φανάρι: άλλο ένα πειραγμένο σκατόπαιδο που, με αφορμή μια ερωτική απογοήτευση, έκανε τη ζήλια του φονικό όπλο.
Όμως ο άνεμος της ενοχής τραντάζει ακόμα τα δέντρα του χωριού. Η μάνα του δράστη ξέρει ότι ο δολοφόνος κι ο γιος της δεν ήταν το ίδιο πρόσωπο. Το μόνο θύμα της επίθεσης που έχει ακόμα τις αισθήσεις του πασχίζει να αρθρώσει την αλήθεια. Κι οι ψυχές των νεκρών μαθητών φωνάζουν, σκυλοτρώγονται, κρατούν καλά το μυστικό τους.
Ο Φίλιππος Σέξτος, συλλέκτης μαρτυριών κι επίδοξος γραφιάς, ταξιδεύει στο χαροκαμένο Χρυσοδέντρι. Κάτι στην όλη υπόθεση δεν τον αφήνει σε ησυχία: πρέπει να μιλήσει με τους γονείς, με τα αδέρφια, με τη Μάρω, την πλέον τραγική απ’ τις μητέρες.
Όταν ένα παιδί σκοτώνει άλλα παιδιά εξακολουθεί να ’ναι παιδί; Κι όταν το αίμα χύνεται άδικα, ποια είναι η πρώτη αδικία, η ρίζα του κακού; Μια ιστορία μυστηρίου, ένα κυνηγητό για την αλήθεια. Ποιος σκότωσε πρώτος και ποιο θύμα ξεχάστηκε; Ένα σκοτεινό παραμύθι που σου κλέβει την ανάσα.

ΟΤΑΝ ΚΟΙΜΟΥΝΤΑΙ ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ

15.50

Ο Μανωλιός, η Δήμητρα κι ο Γιάννης
αντάμωσαν σε δύσκολους καιρούς.
Πες μου, ζωή, γιατί στο τέλος κάνεις
τους πιο γλυκούς δεσμούς λυπητερούς;

Τρία παιδιά –τραυματισμένα κι εξόριστα, χαμίνια του δρόμου– γνωρίζονται, φωλιάζουν σε μια κατάληψη των Εξαρχείων και γίνονται αδέρφια.
Αρχές του ’90, κι η Αθήνα ξέφρενη: ποτάμια πλούτου από τη μια, απόγνωση της νύχτας απ’ την άλλη. Πρέζα, πεζοδρόμιο, μαχαιρώματα, άγρια φτώχεια.
Οι τρεις φίλοι παλεύουν να ζήσουν τη νιότη τους, μα ο κίνδυνος πλανιέται ολόγυρα: αδίστακτα αφεντικά και πελάτες, εχθροί των καταλήψεων, ένας καθ’ έξιν δολοφόνος φάντασμα που ’χει βαλθεί να καθαρίσει την πιάτσα – και πάνω απ’ όλα, κρυμμένο παντού, το φάσμα του έιτζ, πεινασμένο για κορμιά που πονούν για έρωτα.
Είκοσι πέντε χρόνια μετά, το μόνο μέλος της παρέας που επέζησε μας ιστορεί τις αλησμόνητες εκείνες εποχές, συνομιλώντας με τους χαμένους φίλους.
Μια ιστορία για τη νοσταλγία και τον καημό της αδικημένης νεότητας, ένας ύμνος στην άσβεστη φλόγα της φιλίας.
Ακόμα κι όταν κλαίω και πονάω τους φίλους που κοιμούνται δεν ξυπνάω.
Ένα μυθιστόρημα παρέας, γέλιων και δακρύων. Φίλος θα πει η καρδιά σου σ’ άλλο στήθος.

ΡΕΝΑ

11.10

Εγώ που λες, αγόρι μου, είμαι παλιά πουτάνα. Για να καταλάβεις, έχω πάει μέχρι με τον Καρυωτάκη».

Εκατό πατημένα η Ρένα, κι ένα πρωί φτιάχνει καφέ και κάθεται να αφηγηθεί τη ζωή της σ’ έναν νεαρό επισκέπτη, που έτυχε να δει τη φωτογραφία της σε μιαν εφημερίδα. Γεννημένη στις αρχές του 20ού αιώνα σ’ ένα μπουρδέλο στα Χαυτεία, πόρνη κι η ίδια απ’ τα δώδεκα, η Ρένα έχει μοναδικό οδηγό της την αγάπη: την αγάπη για τον Μάρκο, που την μπάζει στο Κόμμα, για τη Ρούλα, που της φανερώνει την άλλη όψη του έρωτα, για τον Βασίλη, που μαζεύει τα συντρίμμια της ζωής της και της δίνει μια ανάσα ελπίδας πριν το βαθύ σκοτάδι. Κι από αγκαλιά σε αγκαλιά, από πάθος σε πάθος, η Ρένα γίνεται άθελά της κομμάτι της ιστορίας – μια σαστισμένη κουκκίδα μες στο πλήθος, απ’ την απεργία των καπνεργατών στη Σαλονίκη και την αιματηρή της κατάληξη μέχρι τα Δεκεμβριανά, την εξορία στα ξερονήσια, την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Κι η Ρένα ανάβει κι άλλο τσιγάρο, γεμίζει πάλι το ποτήρι, κλοτσάει το κουβάρι της ιστορίας της – κι η μνήμη ζωντανεύει, γίνεται παρέα. Μια καρδιά σαν κλείστρο μηχανής, που ο κάθε χτύπος της φωτογραφίζει αυτό που πρέπει να θυμάσαι.

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ

13.90

Η ιστορία μου αρχίζει από το τέλος – το δικό της και το δικό μου. Έτσι ξεκινά το Βιβλίο της Κατερίνας, μιας γυναίκας που πάλεψε μια ζωή με την ψυχική αρρώστια, και που, αν νικήθηκε, έζησε και μεγαλούργησε ταπεινά χάρη στην αγάπη. Μια οικογενειακή σάγκα γεμάτη ζοφερά μυστικά και θανάσιμες ενοχές, ένα βιβλίο μυστηρίου γύρω από έναν αδιανόητο φόνο και τα δυο του θύματα, και μια κατάδυση σε μια ψυχή που συγκλονίζει με το φως και το σκοτάδι της.