Προβολή όλων των 2 αποτελεσμάτων

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΠΟΡΝΗ

14.90

«Αν ξανάρθουν θα πηδήξω από το παράθυρο». Τότε είδε τα χοντρά σίδερα που το ’κλειναν απόξω. Βρισκόταν στην ίδια εξευτελιστική γύμνια της νύχτας, με τα πόδια πάντα δεμένα κι ανοιχτά. «Πώς θα επιζήσω; Και τι άλλο θα μου κάνουν. Αυτή ήταν η αρχή. Όχι, η αρχή είναι κάποια άλλη. Χθες, προχθές… μα πώς ήταν το προχθές; Γιατί δεν το θυμάμαι;»

Προειδοποίηση: Δεν πουλώ ύφος, στυλ, λογοτεχνία. Δεν γράφω διηγήματα. Καταθέτω γεγονότα και συμπτώματα της εποχής που ζω. Όλα όσα γράφω συνέβησαν. Σε μένα ή σε άλλους. Χρόνια τώρα σπαταλιέμαι, παρακολουθώντας όλα κι όλους. Η ζωή περνά από μέσα μου, με διαποτίζει με την ασκήμια της, με γεμίζει λύσσα με την αδικία της την οργανωμένη, με ταπεινώνει με την ανημποριά μου ν’ αντιδράσω, να επαναστατήσω αποτελεσματικά, να υπερασπιστώ το μαζικό μας εξευτελισμό. Αν ξαναγινόμουν είκοσι χρόνων θα ξεκινούσα από τις κορφές των βουνών, αντάρτης, ληστής, πειρατής, ν’ ανοίξω τα μάτια εκείνων που δέχονται αδιαμαρτύρητα τη μοίρα τους, όσο και κείνων που εθελοτυφλούν. Όχι, η επανάστασή μου, δε θα στρεφόταν κατά του κατεστημένου και του συστήματός του, αλλά εναντίον εκείνων που το ανέχονται. Θα σκότωνα, θα τσάκιζα την κακομοιριά, την υποταγή, την ταπεινοφροσύνη. Η γη έτσι κι αλλιώς δε χωρά άλλους ταπεινούς και καταφρονεμένους. Όπως δε χωρά άλλα φερέφωνα…

Η ΑΓΑΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜΙΑ ΜΕΡΑ

14.95

Ο Κωνσταντίνου με μια ματιά αναγνώρισε αυτή τη σκονισμένη εικόνα κάθε επαρχιώτισσας με τα στημένα μπουκλάκια από ημέρες, που δεν έχουν κυλιστεί στον έρωτα, το βεραμάν φόρεμα, την παλιομοδίτικη τσαντούλα και τις λουστρινένιες γόβες. Σηκώθηκε κουμπώνοντας το σακάκι του και υποκλήθηκε μπροστά, σαν σε πριγκήπισσα.