Βλέπετε 19–27 από 30 αποτελέσματα

ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ

10.70

«Κάτω εις το βάθος, εις τον λάκκον, εις το βάραθρον, ως κελάρυσμα ρύακος εις το ρεύμα, φωνή εκ βαθέων αναβαίνουσα ως μύρον, ως άχνη, ως ατμός, θρήνος, πάθος, μελωδία, ανερχομένη επί πτίλων αύρας νυκτερινής, αιρομένη μετάρσιος, πραεία, μειλιχία, άδολος, ψίθυρος, λιγεία, αναρριχωμένη εις τας ριπάς, χορδίζουσα τους αέρας, χαιρετίζουσα το αχανές, ικετεύουσα το άπειρον, παιδική, άκακος, ελισσομένη, φωνή παρθένου μοιρολογούσης, μινύρισμα πτηνού χειμαζομένου, λαχταρούντος την επάνοδον του έαρος». [Ο ξεπεσμένος δερβίσης, 1896]
Σαν τον ήχο του νάι που παίζει στους δρόμους της Αθήνας ο ξεπεσμένος δερβίσης στο ομώνυμο διήγημα, έτσι ακούγεται και η φωνή του Παπαδιαμάντη (1851-1911), αυτού του άρχοντα της ελληνικής γλώσσας, στα 23 αριστουργηματικά διηγήματα που ανθολογούνται στον παρόντα τόμο. Αυτό το καλαμένιο νάι που παίζει ο ξένος μουσουλμάνος, όπως ακριβώς και η φωνή του Παπαδιαμάντη, «κατά δύο κοκκίδας διαφέρει διά να είναι το “ναι”, όπου είπεν ο Χριστός. Το “ναι” το ήμερον, το ταπεινόν, το πράον, το “ναι” το φιλάνθρωπον».

ΠΡΟΥΣΤ

12.00

Στις 15 Ιουνίου 1930 ο Μπέκετ ενημερώνεται την τελευταία στιγμή για έναν διαγωνισμό ποίησης με θέμα τον χρόνο. Η προθεσμία είναι τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας. Θα υποβάλει ένα ποίημα 98 στίχων και θα κερδίσει το πρώτο βραβείο, εντυπωσιάζοντας τα μέλη της επιτροπής. Λίγες εβδομάδες αργότερα θα του προτείνουν να γράψει μια μονογραφία για τον Μαρσέλ Προυστ, με μέγιστη έκταση 17000 λέξεις. Ο Μπέκετ θα δεχθεί. Είναι είκοσι τεσσάρων ετών και ήδη στις δημοσιεύσεις του στα διάφορα περιοδικά εμφανίζεται ως Ιρλανδός ποιητής και δοκιμιογράφος. Η μονογραφία για τον Προυστ θα είναι μια καλή ευκαιρία να συνυπάρξουν σε ένα κείμενο η αγάπη του για τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία και την ποίηση, με αφορμή το έργο ενός συγγραφέα· αλλά και η ευκαιρία να εμβαθύνει στο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο. Το δοκίμιο του Μπέκετ για τον Προυστ θα προκαλέσει αρκετή αμηχανία. Απαντάει εμμέσως σε όλες τις κριτικές της εποχής, αλλά ταυτόχρονα προεκτείνει και τις θέσεις του ίδιου του Προυστ. Η πρωτοτυπία της ανάγνωσής του οφείλεται στη μεγάλη χρονική απόσταση που δείχνει να παίρνει από το έργο. Ο Μπέκετ εμφανίζεται ως παρατηρητής-αναγνώστης που διαβάζει μάλλον έναν κλασικό συγγραφέα παρά κάποιον σύγχρονό του. Είναι επίσης ο πρώτος αναγνώστης και κριτικός του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο που κινητοποιεί τόσο πολλούς φιλοσόφους και ρεύματα σκέψης. Θα υποδείξει, για πρώτη φορά, συγγένειες του έργου του Προυστ με τον Λόγο περί μεθόδου του Καρτέσιου, τη Μοναδολογία του Λάιμπνιτς και τη θεματική της φιλίας στον Νίτσε. Ωστόσο, μεγαλύτερη συνεισφορά του μπορεί να θεωρηθεί η ανάδειξη της συνάφειας που υπάρχει ανάμεσα στο έργο του Προυστ και τη σκέψη του Σοπενάουερ: Είμαστε μόνοι. Δεν γνωρίζουμε και δεν μπορούν να μας γνωρίσουν.

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

18.90

H Μαρία Πολυδούρη έχει από καιρό περάσει στην περιοχή του λογοτεχνικού μύθου: είναι το σύμβολο της πρόωρα χαμένης ομορφιάς και του μοιραίου έρωτα, της παράφορης νεότητας και της αυθεντικής ποιητικής κατάθεσης.
Στη νέα έκδοση των “Ποιημάτων”, εμπλουτισμένης με ανέκδοτα έργα που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα σε ιδιωτικά αρχεία ή ελάνθαναν δημοσιευμένα σε δυσεύρετα έντυπα, συγκεντρώνονται όλα τα ευρισκόμενα ποιήματά της και πλαισιώνονται συστηματικά με φιλολογικά σχόλια. Η μελέτη “Μαρία Πολυδούρη” ή “τα ρόδα του αίματος”, που περιλαμβάνεται στο επίμετρο του τόμου, αναδεικνύει τους βασικούς άξονες του έργου της, τη σχέση με την ευρωπαϊκή και την ελληνική λογοτεχνική παράδοση καθώς και τις περιπέτειες της πρόσληψής του. Ένα κρίσιμο ζήτημα, στο οποίο εστιάζει η εργασία της επιμελήτριας του τόμου Χριστίνας Ντουνιά, είναι αν -και σε ποιο βαθμό- η ποίηση της Πολυδούρη μπορεί να διαβαστεί, όχι σαν μνημείο του παρελθόντος, αλλά σαν μια σύγχρονη, ζωντανή τέχνη.

ΤΑ ΨΗΛΑ ΒΟΥΝΑ

7.96

“Φάνη, προσοχή. Σκοπός είσαι.
Μη φοβάσαι τη νύχτα, μη σε τρομάζουν οι ίσκιοι. Όποιος κάνει εκείνο που πρέπει, δεν έχει να φοβηθεί κανένα.
Εσύ κι οι σύντροφοί σου απόψε φυλάγετε το δάσος από τους εχθρούς του.
Η σφυρίχτρα σου να είναι έτοιμη.
Με τη βάρδια, που φυλάγετε, προστατεύετε τα δέντρα. Κι όλους τους ανθρώπους, όσοι θα δροσιστούν απ’ αυτά τα δέντρα είτε τώρα είτε σε πενήντα κι εκατό και διακόσια χρόνια.

Όταν βρίσκονται γενναία παιδιά σαν εσάς, ένα δάσος γίνεται αιώνιο. Κι οι άνθρωποι ζουν καλύτερα τη ζωή τους.”

Τα ψηλά βουνά του Ζαχαρία Παπαντωνίου βρίσκονται μακριά από κάθε ψευτιά· η μόνη τους πρόθεση είναι να φέρουν στις αίθουσες διδασκαλίας και στις ψυχές των εννιάχρονων αναγνωστών τους το θρόισμα των πεύκων και των ελατιών, το τραγούδι του νερού και τη χαρά μιας αλλιώτικης ζωής. Και όλα αυτά με μια γραφή απόλυτα θελκτική και απροσποίητη, δίχως ίχνος ακαμψίας και διδακτισμού που δεν καταπίνεται.

(Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, από το επίμετρο του βιβλίου)

“Τα ψηλά βουνά” (1918) του Ζαχαρία Παπαντωνίου, μετά την πρώτη σύντομη ζωή τους ως αναγνωστικό του Δημοτικού, έζησαν και εξακολουθούν να ζουν μια δεύτερη ως πάντερπνο ανάγνωσμα όλων των ηλικιών. Η παρούσα νέα έκδοση του θαλερού βιβλίου περιλαμβάνει επίμετρο του συγγραφέα, φιλολόγου και εκπαιδευτικού Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου, το οποίο εμπλουτίζει με ουσιαστικό τρόπο την καθιερωμένη, έγκυρη έκδοση της Εστίας.

Νέα, συμπληρωμένη, μονοτονική έκδοση. Επίπετρο: Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος.

ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΠΑΡΑΛΟΓΕΣ

12.17

Οι παραλογές αποτελούν καλλιτεχνικά τη σημαντικότερη κατηγορία δημοτικών τραγουδιών μας. Τα σύνθετα και προβληματικά αυτά τραγούδια μας δένουν πιο πολύ απ’ όλα με το πλούσιο μυθολογικό και ποιητικό παρελθόν μας. Μας γυρνούν σε εποχές παλιές, όπου το πραγματικό με το υπερφυσικό διαμορφώνουν ιστορίες, συνήθως τραγικές, που πάντα θα μπορούσαν κάποτε να συμβούν. Οι πανανθρώπινες, μα σχετικά λιγοστές, αυτές ιστορίες τους βοήθησαν πολλές παραλογές να ξεπεράσουν γρήγορα τον ελληνικό χώρο και να διαδοθούν και στους άλλους βαλκανικούς λαούς. Εξάλλου, και μέσα στο πανελλήνιο, για τους ίδιους αυτούς λόγους, οι παραλογές έχουν την πιο μεγάλη διάδοση.

ΤΟ ΛΥΚΟΦΩΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

18.76

Από καιρό, ενόσω ακόμα διαρκούσε ο πόλεμος, ένιωθα -καθώς όλοι οι σύγχρονοί μου- ένα είδος εσωτερικού, αυτονόητου χρέους, να επιχειρήσω κάποτε την ανασύνθεση της βαριάς και σκληρής πείρας που μας άφησε για μοναδική ίσως κληρονομιά ο καιρός μας. Το “Λυκόφως των ανθρώπων” δεν θέλω να πω ότι είναι, με την έννοια τούτη, μια μαρτυρία τελειωτική. Τη φωτεινή δέσμη, που δίνει πλαστικότητα και υπόσταση σ’ έναν πίνακα ζωής -και τέτοιο είναι πάντα το μυθιστόρημα- δεν θέλησα καν να τν συγκεντρώσω στο ιστορικό μέρος του έργου. Τα γεγονότα είναι τόσο πρόσφατα ώστε και η υπόμνησή τους ακόμη να μας φαίνεται συχνά περιττή, όταν δεν μας πληγώνει βαθύτερα. Συγκέντρωσα ανθρώπινες μορφές, που ζούνε σε μιαν ιστορικά καθορισμένην εποχή, και παρακολούθησα τη σταδιοδρομία τους, τις σχέσεις τους, τις αντιδράσεις τους απέναντι στα γεγονότα. Είναι μια εποχή κρίσιμη, που ξέσκισε πολλά πέπλα. Αδιάφορο! Ο μυθιστοριογράφος έχει χρέος ν’ αγαπάει όλα τα πρόσωπα του έργου του, αφήνοντας στους άλλους τη φροντίδα, αν θέλουν, να τα κρίνουν. ‘Αλλωστε, τις κυρώσεις, τις επιβάλλει η ζωή. Το μυθιστόρημα ερμηνεύει τους νόμους της. Δεν τους αλλάζει.

ΤΟ ΝΕΡΟ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ

10.20

“ΤΟ ΝΕΡΟ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ”:
Η κυρία Άννα Γιαννοπούλου, όπως κάθε πρωί, ετύλιξε με στοργή τον άντρα της στο βαρύ παλτό του και με δυσπιστία εξέτασε ακόμα μια φορά αν φορούσε το πουλόβερ του. Ύστερα τον φίλησε ερωτικά στο στόμα και τον ξεπροβόδισε ως την εξώπορτα του κήπου.
– Σταύρο, του είπε, ο καιρός γύρισε στο βοριά. Μη βγάζεις το παλτό σου στο μαγαζί. Σου είπα χίλιες φορές να βάλης μια πόρτα. Δεν μπορείς να περνάς πάντα το χειμώνα έτσι, στο ύπαιθρο.
Ο άντρας της την κοίταξε με μάτι κατσούφικο και κακό. Στο πρόσωπό του ζωγραφίστηκε μια αδιόρατη αηδία, ένα μίσος κρυφό.
– Είναι αδύνατο ν’ αλλάξω το μαγαζί μου. Δεν μπορεί να μπη πόρτα. Τα βαρέλια με τα παστά και τα τουρσιά πρέπει να είναι έξω στο πεζοδρόμιο. Δεν γίνεται να χωρίσω το κατάστημά μου στα δύο.
Η Άννα έσκυψε το κεφάλι μ΄εγκαρτέρηση στη σκέψη του άντρα κι αφέντη της.
– Για το καλό σου το λέω, είπε δειλά. Για να μην κρυώνης…

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΣΚΙΑΧΤΡΟΥ

17.25

(…) Το «Όνειρο του σκιάχτρου» συγκεντρώνει τα μηνύματα της εποχής αυτής, που κυκλοφορούν και φορτίζουν τον αέρα που ανασαίνουμε όλοι μας. Συλλαμβάνει τα συνθήματα της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας, της απολύτρωσης, και τα βρίσκουμε μεταπλασμένα ποιητικά, φανταστικά, στο ασάλευτο σκιάχτρο του. Τι ζητάει το καρφωμένο αυτό ομοίωμα του ανθρώπου; Να σαλέψει, να ξεκολλήσει, να κόψει τα δεσμά του, να ανεξαρτητοποιηθεί! Το ‘χουνε στήσει για φόβητρο των πανελεύθερων πουλιών, αυτό είναι ο προορισμός του, μα εκείνο άλλα λαχταρά. Να κινηθεί, να πετάξει, να υπάρξει να δράσει! Και τα πουλιά ψυχανεμίζονται την επιθυμία του, το μήνυμα που εκπέμπει η απελπισμένη προσπάθειά του. Αισθάνονται την κρυφή ελπίδα του ασάλευτου πλάσματος. Συντρέχουν όλα λοιπόν τον αγώνα του φτερουγίζοντας τριγύρω συμπονετικά και δίνοντάς του οδηγίες. (…)