Προβολή όλων των 30 αποτελεσμάτων

ΑΡΓΩ Α’ & Β’ ΤΟΜΟΣ

19.00

Το κλασικό έργο του Γιώργου Θεοτοκά για πρώτη φορά σε επίτομη και μονοτονική έκδοση

“Όσο πιο ενδιαφέρουσα είναι μια εποχή τόσο πιο πολλές οι ευθύνες που επωμιζόμαστε απέναντι στον εαυτό μας αλλά και στο έθνος μας”, έγραφε ο Κωνσταντινουπολίτης Γιώργος Θεοτοκάς σε μια ομιλία του σε μαθητές. Και αλήθεια, ποιος θα αμφισβητούσε το ιστορικό, κοινωνιολογικό και ιστορικό ενδιαφέρον της δεκαετίας του 1930, που θα χρειαζόταν μια Αργώ για να ταξιδέψει το αναγνωστικό κοινό της εποχής της και να το προβληματίσει για όσα συνέβαιναν;

Ο Γιώργος Θεοτοκάς, λογοτέχνης και διανοούμενος με αστική καταγωγή και ευρωπαϊκή παιδεία, με βαθιά κατάρτιση και ευρύτατες γνώσεις, πρωτοστάτησε σε μια από τις σημαντικότερες λογοτεχνικές γενιές του 20ου αιώνα, τη γενιά του ’30. Αφενός ανέπτυξε το μυθιστόρημα στην Ελλάδα και αφετέρου καλλιέργησε το δοκίμιο, θεωρώντας ότι αυτά τα δύο είδη αποτελούσαν τη “νέα λογοτεχνία”, την πιο αντιπροσωπευτική δηλαδή έκφραση του νεοελληνικού πολιτισμού.

Μετά το “Ελεύθερο πνεύμα” (1929), το πρωτοπόρο δοκίμιο που έγραψε ο εικοσιτετράχρονος Θεοτοκάς, έρχεται να ταράξει τα νερά της μυθιστοριογραφίας με την “Αργώ”, το δίτομο πρώτο του μυθιστόρημα (πρώτος τόμος 1933· δεύτερος τόμος 1936). Οι συνθήκες κατά τις οποίες εμπνεύστηκε και έγραψε την “Αργώ” ήταν έκρυθμες. Βρισκόμαστε αμέσως μετά την καταστροφή του 1922, γεγονός που είχε ως άμεση συνέπεια την απεμπόληση του μεγαλοϊδεατισμού, ο οποίος με αξιοθαύμαστο τρόπο είχε επιχειρήσει να τονώσει τον καταρρακωμένο ελληνισμό. Η λογοτεχνία θεωρήθηκε πρόσφορο έδαφος για να μνημειωθεί το ιστορικό αποτύπωμα, να διαμορφωθεί το νέο στίγμα του ελληνισμού μετά την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας και να προωθηθεί η έννοια της ελληνικότητας ως μια μορφή μετατόπισης της ανεκπλήρωτης εδαφικής και εθνικιστικής επιθυμίας. Σε αυτό το μήκος κύματος, ο Θεοτοκάς περιγράφει τη φοβερή εποχή που βίωσε, χωρίς να ελεεινολογεί το έθνος και χωρίς να ενδίδει στην απαισιοδοξία, την οποία προσπαθεί με κάθε τρόπο να καταπολεμήσει και στη θέση της ν

Επίμετρο: Κατερίνα Μουστακάτου. Επετειακή έκδοση.

ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΧΑΘΕΙ

12.00

Αυτοί που έχουν χαθεί: ένα από τα πιο αινιγματικά κείμενα του Σάμιουελ Μπέκετ.
Ένας αποστασιοποιημένος αφηγητής παρουσιάζει έναν κόσμο σε αφαίρεση. Στο εσωτερικό ενός κυλίνδρου χωρίς ανοίγματα, άνθρωποι όλων των ηλικιών σε αναζήτηση του ιδανικού πλάσματος, της απόλυτης ιδέας. Ο Μπέκετ αποπειράται να προσεγγίσει βεβαιότητες μέσα από τους νόμους της μυθοπλασίας και πέρα από το μυστήριο της πραγματικότητας. Ωστόσο, αυτός ο κατασκευασμένος κόσμος του καταλήγει να είναι κάθε άλλο παρά λογικός και συνεκτικός: η παρωδία της λογικής, η ειρωνεία, τα κατάλοιπα ενός επείγοντος ρομαντισμού. Μια μικρογραφία της ανθρώπινης ιστορίας, μια θεωρία για την ιστορία και το πεπρωμένο της ανθρωπότητας. Ένα κείμενο ανάμεσα στην πρόζα και το θέατρο, μια σπάνια απόπειρα να συμφιλιωθεί η πραγματικότητα με τη λογική ενός επινοημένου κόσμου και μιας φανταστικής αρχιτεκτονικής μέσω της μυθοπλασίας.
Ο κόσμος που παρουσιάζεται ή που σκηνοθετείται εδώ, μακριά από κάθε ρεαλιστικό τρόπο, παραμένει ευδιάκριτος για τον αναγνώστη. Είναι ο ορατός και ο αόρατος κόσμος μας. Και είναι συγκλονιστικός.

ΕΘΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΝΙΚΟΤΙΝΗ

11.16

Είχαμε σταθεί στην είσοδο του πάρκου και κουβεντιάζαμε περί έρωτος. Τότε ακούστηκε βουή αυτοκινήτου και από τη γωνιά του «Σεραγιού» παρουσιάστηκε ένα παλιό ανατρεπόμενο καμιόνι, σαν αυτά των εργολάβων. Καβάλησε το ρείθρο της πλατείας, έφτασε στο κέντρο της, έκανε μια ολόκληρη στροφή επιτόπου και σταμάτησε, με τη μηχανή του αναμμένη. Από μπροστά κατέβηκε ένας λοχίας με παλάσκες και τόμιγκαν. Η καρότσα άρχισε να σηκώνεται σιγά σιγά, κι όταν έφτασε στο κατάλληλο ύψος, είδαμε να πέφτουν από μέσα της πτώματα. Ήμασταν οι πρώτοι που πήγαμε κοντά. Σε λίγο φυσικά ο κύκλος μεγάλωσε. Το καμιόνι έμεινε με την καρότσα τεντωμένη εκεί πάνω και μπροστά μας είχε σχηματιστεί μια μικρή πυραμίδα από νεκρούς άντρες. Η μοναδική γυναίκα ανάμεσά τους έκλεινε μπρούμυτα την κορυφή της πυραμίδας. Η φούστα της είχε τραβηχτεί μέχρι τους γλουτούς και στο εξωτερικό μέρος του αριστερού μηρού υπήρχε ένα τρύπημα από ξιφολόγχη. Παρά την ανατριχίλα του θανάτου στο δέρμα της, που ο χειμωνιάτικος ήλιος τη δυνάμωνε, ένιωσα έναν άγριο ερεθισμό.

ΕΝΑΜΙΣΙ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΟ ΦΩΣ

13.00

“ΜΟΛΙΣ ΜΠΗΚΕ ΣΤΟ ΑΥΛΙΔΑΚΙ Ο ΜΑΡΙΟΣ ΤΣΟΧΟΣ ΟΜΩΣ, ΣΤΑΘΗΚΕ ακίνητος στη μέση του και κοίταξε έναν γύρο τον τόπο που μεγάλωσε και τον πέτρινο ψηλό μαντρότοιχο από την εσωτερική πλευρά· σαν περιτειχισμένο μικρό μοναστηράκι για να φυλάγεται από τους σκληρούς θαλασσινούς καιρούς ήταν του φάρου το συγκρότημα, έτσι το αναπολούσε όλα τα χρόνια που έλειπε· από την προηγούμενη όμως βραδιά, οπόταν άκουσε όλα αυτά τα τερατώδη πράγματα μέσα στο καφενείο του κυρ Σταύρου, άρχισε το φαρομονάστηρο, που είχε στη νότια άκρη του τού φαναριού τον πύργο, να αποκτάει εντός του άλλη υπόσταση και να ομοιάζει ο φάρος του φαλλός, ο οποίος με την παλμική αναλαμπή της κεφαλής του εξέπεμπε το μήνυμα ότι πάλλεται από πόθο κάθε νύχτα το ιδιότυπο αυτό ασκηταριό και όλο το νησί μαζί”.
Αψηφώντας την πατρική κατάρα, ο δημοφιλής μετεωρολόγος Μάριος Τσόχος, γιος φαροφύλακα, επιστρέφει στη γενέτειρά του κινημένος από ερωτική ελπίδα. Έρχεται αντιμέτωπος με ένα άγνωστο, μιαρό παρελθόν και με την τοπική κοινωνία, που τον θεωρεί στιγματισμένο. Οι αναλαμπές του φόρου, στα έγκατα του οποίου περνάει μια κρίσιμη νύχτα, φωτίζουν διακεκομμένα την έως τώρα ύπαρξή του και τον αναγεννούν.
Πόσο σκοτάδι έσβησαν πόσες αναλαμπές.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ

17.30

Το έμμετρο ερωτικό μυθιστόρημα «Ερωτόκριτος» γράφτηκε στις αρχές του ΙΖ’ αιώνα από τον Βιντσέντζο Κορνάρο, μέλος εξελληνισμένης βενετοκρητικής οικογένειας, με το όνομα του οποίου σώζονται και ιταλικά ποιήματα. […] Ο «Ερωτόκριτος» στην πλοκή του συνδυάζει στοιχεία του μεσαιωνικού μυθιστορήματος «Paris et Vienne», παρμένα από μια πεζή ιταλική μετάφραση, και στοιχεία από τους Ιταλούς αναγεννησιακούς επικούς, κυρίως τον Ariosto. Το ποίημα του Κορνάρου, γοητευτική σύνθεση ιδεών, συναισθημάτων, εικόνων, και ενός ακριβολόγου και σφριγηλού ύφους και στίχου, θεωρείται σήμερα ως μια από τις μεγαλύτερες δημιουργίες της Αναγέννησης σε πανευρωπαϊκή κλίμακα.

Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΕΝΟΣ ΓΙΟΓΚΙ

26.90

Ένα μοναδικό στο είδος του βιβλίο, που σημείωσε τεράστια επιτυχία στο εξωτερικό και εν συνεχεία, εδώ και πολλές δεκαετίες, στη χώρα μας με αλλεπάλληλες ανατυπώσεις. Σε αυτό το πολυσέλιδο κι αποκαλυπτικό μελέτημα, που κρατάει σε εγρήγορση τον αναγνώστη ώς την τελευταία σελίδα, παρουσιάζεται με κάθε λεπτομέρεια η κοσμοαντίληψη της γιόγκα. Η γιόγκα αποτελεί σήμερα λύση ζωής για πλήθος ανθρώπων που κουράστηκαν από το άγχος και την αγωνία του σύγχρονου τρόπου ζωής.
Το περίφημο πλέον βιβλίο του Παραμχάνσα Γιογκανάντα, που απέδωσε λαμπρά από τα αγγλικά ο Ι.Δ. Βορρές, αποτελεί για τον έλληνα αναγνώστη την καλύτερη και πληρέστερη μύηση σε αυτόν το συνδυασμό φιλοσοφίας και μεταφυσικής. Συνδυασμό που επιδιώκει να χαρίσει στον άνθρωπο την εσωτερική γαλήνη μέσα από τον απόλυτο έλεγχο του σώματος και της ψυχής.

Η ΓΕΝΕΣΗ ΜΙΑΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ

15.00

Πώς συντίθεται μια μυθική αφήγηση και γιατί κυριαρχεί επί άλλων παράλληλων αφηγήσεων; Πώς μπορούν να ερμηνευθούν οι ποικίλες εκδοχές ενός μύθου; Υπάρχει κάποιος πυρήνας ιστορικής αλήθειας στις αντιφατικές παραδόσεις; Ο Σάραπις είναι θεός της Ελλάδας ή της Αιγύπτου, νέος ή αρχαίος, προγονικός ή ξένος;

Οι μύθοι της αρχαιότητας, ακόμα κι όταν τελικά αποκτούσαν γραπτή εκδοχή, απεμπολούσαν συστηματικά το στοιχείο της στατικότητας και συνέχιζαν να αναπτύσσονται, με προσθήκες, αφαιρέσεις και επεξεργασία ορισμένων κλάδων του αφηγηματικού τους κορμού. Η παρούσα μελέτη εστιάζει στα υλικά από τα οποία πλάθεται ένας μύθος και στους τρόπους με τους οποίους αυτά εξυφαίνονται, ώστε να αποτελέσουν πειστικές εξηγητικές εκδοχές της εκάστοτε σύγχρονής τους ιστορικής πραγματικότητας. Ο Σάραπις, ένας θεός που γεννήθηκε στην αυγή των ελληνιστικών χρόνων μαζί με το πτολεμαϊκό βασίλειο, δεν εξετάζεται ως μια ήδη διαμορφωμένη θεϊκή μορφή με ορισμένες ποιότητες και καθορισμένο λατρευτικό τυπικό. Στόχος του βιβλίου είναι να παρουσιαστεί ο τρόπος με τον οποίο σταδιακά συγκροτήθηκε η προσωπικότητα του θεού κατά τον 3ο αιώνα π.Χ., στα χρόνια δηλαδή που τέθηκαν οι θεολογικές και τελετουργικές βάσεις της λατρείας, προτού κατακλύσει τον ελληνορωμαϊκό κόσμο.

Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ ΑΣΗΜΑΝΤΟΤΗΤΑΣ

13.94

Να φωτίζεις τα σοβαρότερα προβλήματα και ταυτόχρονα να μη γράφεις ούτε μία σοβαρή φράση, να γοητεύεσαι από την πραγματικότητα του σημερινού κόσμου και ταυτόχρονα να αποφεύγεις κάθε ρεαλισμό, αυτό είναι η “Γιορτή της ασημαντότητας”. Όποιος γνωρίζει τα προηγούμενα βιβλία του Κούντερα ξέρει ότι δεν είναι διόλου απροσδόκητη η συνήθειά του να ενσωματώνει σ’ ένα μυθιστόρημα ένα “ασόβαρο” κομμάτι. Σε αρκετά κεφάλαια της “Αθανασίας” ο Γκαίτε με τον Χέμινγουέι περπατούν μαζί, φλυαρούν και διασκεδάζουν. Και στη “Βραδύτητα” η Βέρα, η γυναίκα του συγγραφέα, λέει στον άντρα της: “Συχνά μου έλεγες πως θες να γράψεις κάποτε ένα μυθιστόρημα όπου καμία λέξη δεν θα είναι σοβαρή… σε προειδοποιώ: φυλάξου: καραδοκούν οι εχθροί σου”. Όμως ο Κούντερα, αντί να φυλαχτεί, πραγματοποιεί επιτέλους στο ακέραιο το παλιό αισθητικό όραμά του, σ’ αυτό το μυθιστόρημα που μπορεί κανείς να το δει και σαν θαυμαστή σύνοψη ολόκληρου του έργου του. Παράξενη σύνοψη. Παράξενος επίλογος. Παράξενο γέλιο, που το εμπνέει η εποχή μας, που είναι κωμική επειδή έχασε κάθε αίσθηση του χιούμορ. Τι άλλο μπορεί να πει κανείς; Τίποτα. Διαβάστε!

Η ΓΥΦΤΟΠΟΥΛΑ

13.20

Η Γυφτοπούλα, το τρίτο κατά σειράν και τελευταίο – πριν τον απορροφήσει δηλαδή οριστικά η διηγηματογραφία – μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1851-1911), δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα Ακρόπολη του Βλάση Γαβριηλίδη (21.4-11.10.1884). Με το έργο αυτό ο Παπαδιαμάντης κέρδισε οριστικά την αγάπη του μεγάλου κοινού και εδραίωσε την εκτίμηση προς αυτόν του πνευματικού κόσμου της χώρας. Η δράση τοποθετείται στη Λακωνική κατά τις παραμονές της Άλωσης της Πόλης και έχει ως πυρήνα της τον έρωτα της Αϊμάς και του Μάχτου. Το κεντρικό ωστόσο πρόσωπο του έργου είναι ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων, ο μεγάλος εθνικός φιλόσοφος του ΙΕ` αιώνα, και δίπλα σε αυτόν κινούνται, σε δεύτερο πλάνο, άλλες ιστορικές μορφές της συνταρακτικής εκείνης εποχής του τέλους της αυτοκρατορίας, όπως ο Γεώργιος Σχολάριος και ο καρδινάλιος Βησσαρίων. Το έργο ωστόσο πολύ περισσότερο από θρηνωδία για την Άλωση είναι, παραδόξως, ύμνος για το αρχαίο κάλλος […]

Η ΔΕΞΙΑ ΤΣΕΠΗ ΤΟΥ ΡΑΣΟΥ

10.20

Τη νύχτα που πέθανε ο αρχιεπίσκοπος γέννησε η Σίσσυ. Έκανε τρία κουτάβια σα θρεμμένα ποντικάκια. Ο Βικέντιος από μέρες την είχε κατά νου. Περίμενε. Είχανε σωθεί τα φουντούκια στην τσέπη του ράσου του. Πηγαινοερχότανε μες στο μοναστήρι, μοναχικός διακονητής, κι εκείνη, φουσκωμένη, έτρεχε βαριανασαίνοντας από πίσω του, ταμένη να συντροφεύει τα βήματά του στο μαγειριό, στο προαύλιο, στα αγριεμένα πια κηπάρια και στην πεζούλα με τους σταυρούς.

Ο Βικέντιος, μοναχικός μοναχός, πενθεί για την αδικοχαμένη σκυλίτσα του, την ίδια στιγμή που λαός και επίσημη Εκκλησία πενθούν τον Μακαριστό Αρχιεπίσκοπο.

Κατόπιν, καθώς οι κεφαλές της Εκκλησίας μετέχουν σε ιερές και ανίερες διαδικασίες διαδοχής, εκείνος αγωνιά να κρατήσει στη ζωή έστω και έναν από τους τρεις νεογέννητους διαδόχους της νεκρής σκυλίτσας.

Mια έντονα σημειολογική νουβέλα που ακροβατεί μεταξύ προσωπικού και συλλογικού πένθους, προσωπικής και συλλογικής ελπίδας. Από τον συγγραφέα-έκπληξη του μυθιστορήματος “Ανάμισης ντενεκές”.

Η ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΕΔΙΟΥ ΤΗΣ ΠΑΛΗΣ

12.70

Αυτό το βιβλίο αφηγείται, πάνω απ’ όλα, την ιστορία ενός ανθρώπου που έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στη δυτική Ευρώπη, στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα. Πλάσμα μοναχικό κατά βάθος, ωστόσο αραιά και που δημιουργούσε κάποιες ανθρώπινες σχέσεις. Βίωσε καιρούς χαλεπούς και ανήσυχους. Η πατρίδα του κατρακυλούσε αργά, αλλά αναπόδραστα, στην οικονομική ζώνη των μισο-πτωχευμένων κρατών. Τα άτομα της γενιάς του, συχνά σημαδεμένα από τη φτώχια και την απογοήτευση, ζούσαν μέσα στη μοναξιά και την πικρία τους. Τα αισθήματα της αγάπης, της τρυφερότητας και της αδελφοσύνης είχαν σε μεγάλο βαθμό εξαφανιστεί κι οι σύγχρονοί του, στις αμοιβαίες τους σχέσεις, συχνά συμπεριφέρονταν αδιάφορα, ακόμη και βάναυσα.
Τη στιγμή της εξαφάνισής του, ο Μισέλ Ντζερζίνσκι θεωρείτο αναμφισβήτητα βιολόγος πρώτης σειράς και πολλοί πίστευαν ότι θα έπαιρνε το βραβείο Νόμπελ. Ωστόσο, οι πραγματικές αιτίες της ξεχωριστής του σημασίας έμελλε ν’ αποκαλυφθούν λίγο αργότερα. […]

(από τον Πρόλογο)

Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ -ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

12.05

Το “Η ζωή εν τάφω” άρχισε να σχεδιάζεται μέσα στα χαρακώματα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, στην προκάλυψη του Μοναστηριού της Σερβίας. Ένα κεφάλαιο κιόλας δημοσιεύτηκε από τότε στην εφημερίδα Νέα Ελλάδα, που ‘βγαινε στη Θεσσαλονίκη το 1917. Mετά από τη Μικρασιατική Καταστροφή, το πρώτο σύνολο μπήκε σαν επιφυλλίδα στη βδομαδιάτικη Καμπάνα της Μυτιλήνης. Το ανάτυπο από κείνη την επιφυλλίδα (1924) στάθηκε η πρώτη έκδοση του βιβλίου. Από τότε το “Η ζωή εν τάφω” σημειώνει μια σταθερή πορεία ως τις μέρες μας, ανάμεσα σε πολλές και τρικυμιώδεις πολιτικές περιπέτειες, ενθουσιασμούς και παρεξηγήσεις. Η κυκλοφορία του βιβλίου είχε απαγορευτεί τα τέσσερα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας και τα κατοπινά τέσσερα της Κατοχής.

“Ο πόλεμος, η φρίκη και η αγωνία του, οι ανατριχιαστικές κι εφιαλτικές σκηνές του, υπάρχουν και περιγράφονται στο βιβλίο, για να δείξουν τη σημασία και την ομορφιά της ζωής. Και είναι ακριβώς το χαράκωμα, οι κακουχίες και οι ταλαιπωρίες του πολέμου, που έκαναν τον Στράτη Μυριβήλη να νιώσει τη ζωή ανάμεσα από το κορμί, να γνωρίσει και να διακηρύξει το πρωτείο του σώματος, να γίνει ο υλιστής και ο ηδονιστής που βλέπει τη ζωή σαν ερωμένη.”

Απόστολος Σαχίνης
Νέα μονοτονική και επετειακή έκδοση.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΧΙΜΑΙΡΑ

16.80

Η μεγάλη χίμαιρα είναι ένα λεπτομερές ψυχογράφημα. Ο συγγραφέας καταπιάνεται με ένα γυναικείο χαρακτήρα και τον αναλύει συστηματικά. Η ιστορία της Μαρίνας, μιας νεαρής Γαλλίδας που ερωτεύεται, παντρεύεται και ακολουθεί τον άνδρα της στη Σύρα, στο πατρικό του σπίτι της Επισκοπής. Εκεί ζει, κάτω από τον βαρύ, αποδοκιμαστικό ίσκιο της πεθεράς της. Καθώς η Μαρίνα συνδέει την τύχη της με τα βαπόρια του άνδρα της, κάθε ψυχική της αναταραχή έχει περίεργες συνέπειες πάνω στη ζωή τους. Όταν έρχεται η οικονομική καταστροφή που είναι συνδεδεμένη με την ψυχική φθορά της ηρωίδας, τότε όλα μπαίνουν στο φαύλο κύκλο του έρωτα και του θανάτου.

ΛΩΞΑΝΤΡΑ

14.75

Η Λωξάντρα δεν είναι απλώς βιογραφία, ούτε απλώς μυθιστόρημα. Στο συναρπαστικό αυτό κείμενο, που έγινε ανάρπαστο από την ώρα που πρωτοκυκλοφόρησε από τις εκδόσεις της Εστίας, οι πραγματικοί και οι φανταστικοί χαρακτήρες συγχωνεύονται για να αναπλάσουν την εικόνα της Πόλης πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Μαρία Ιορδανίδου έγραψε το βιβλίο το 1963, όταν ήταν ήδη εξήντα έξι χρόνων, επειδή – έλεγε – δεν ήθελε αυτά τα λίγα πράγματα που ήξερε να τα πάρει μαζί της. Η Λωξάντρα είναι η ιστορία της γιαγιάς της: μέσα από αυτήν, η Μαρία Ιορδανίδου ξαναζωντανεύει μια ολόκληρη εποχή, ακόμα και “τώρα, που όλα αυτά πέρασαν και το χορτάρι της λησμονιάς αρχίζει κιόλας να φυτρώνει“.

ΛΩΞΑΝΤΡΑ

9.13

Αυτό δεν είναι πιστή βιογραφία και πολλοί χαρακτήρες είναι φανταστικοί. ‘Αλλοι είναι πραγματικοί, όπως ο χαρακτήρας της Λωξάντρας. Εκείνο όμως που προσπάθησα να αποδώσω όσο μπορούσα πιο πιστά, είναι τα ιστορικά γεγονότα, τα έθιμα και το πνεύμα της εποχής. Ελπίζω να το κατόρθωσα, γιατί την παλιά την Πόλη την έζησα στα πρώτα χρόνια της ζωής μου και έμεινε βαθιά χαραγμένη στο μυαλό μου. Τον πρόφτασα το νυχτοφύλακα που διαλαλούσε τις νύχτες την πυρκαγιά, πρόφτασα τις σέντιες και το σήμαντρο των Ταταούλων, πρόφτασα τον Τούρκο το νερουλά που ζητούσε απ’ τη Λωξάντρα λίγο θαυματουργό αγίασμα της Μπαλουκλιώτισσας για να γιάνει το μάτι του που πονούσε.
Παραπάνω λέω ότι προσπάθησα να αποδώσω πιστά τα ιστορικά γεγονότα και το πνεύμα της εποχής – και είναι αλήθεια. Τα αποδίδω βέβαια έτσι όπως τα είδα και τα έζησα μέσα στο στενό μικροαστικό περιβάλλον της Λωξάντρας, που κατοικούσε σε ρωμιομαχαλάδες, που “με Τούρκους αλισφερίσι δεν είχε”, όπως το διατύπωνε μόνη, εννοώντας φυσικά την άρχουσα τάξη των Τούρκων, γιατί με το φουκαρά το μικροπωλητή, με τον Κούρδο που της έκοβε τα ξύλα της και με το νυχτοφύλακα του μαχαλά της είχε και παραείχε αλισφερίσι και συνεννοούντανε πολύ καλά και τους αγαπούσε.
Αυτά ξεκίνησα να γράψω, και γράφοντας να το γλεντώ. Ελπίζω να το γλεντήσουνε και οι άλλοι.

Μαρία Ιορδανίδου

Μονοτονική έκδοση.

Ο ΘΕΟΣ ΤΗΣ ΣΦΑΓΗΣ

9.50

“Τα παιδιά είναι άγρια. Είμαστε βάρβαροι. Δεν πρέπει να το ξεχνάμε. Αυτό είναι το επαναλαμβανόμενο μήνυμα της Γιασμίνας Ρεζά. Είναι η φρικαλέα ανισορροπία ανάμεσα στη μικρότητα του ανθρώπου και τις φιλοδοξίες του, ανάμεσα στην υποβόσκουσα βαρβαρότητά μας και τη δυνατότητα της ομορφιάς: του έργου τέχνης. Όμως σε τι ωφελεί η τέχνη, αν δεν βελτιώνει τον άνθρωπο, αν δεν τον κάνει να αναζητεί την τελειότητά του, παρά τον μεταμορφώνει σε όργανο ματαιοδοξίας;”
(Geraldine Chabrier, “Le Choc du Mois”, Μάρτιος 2007)

“Η Γιασμίνα Ρεζά λέει πιο πολλά για την κοινωνία μας, τους κομφορμισμούς της, τον σχολαστικισμό της, τη χίμαιρα μιας κουλτούρας “προπυργίου-κατά-της-βαρβαρότητας”, για τον ρατσισμό, για τη βία από ό,τι οι βαθυστόχαστοι δοκιμιογράφοι του καιρού μας. Η Γιασμίνα Ρεζά είναι η καλύτερή μας συγγραφέας σύγχρονης κωμωδίας.”
(E. de Montety, “Le Figaro litteraire”, 1.2.07)

Το κορυφαίο αυτό έργο δραματουργίας έχει ως αφορμή τη συμπλοκή δυο εντεκάχρονων παιδιών σ’ έναν τόπο παιχνιδιού, σε μια παρισινή πλατεία.. Το έργο περιγράφει τη συνάντηση, σ’ ένα αστικό διαμέρισμα, των δύο ζευγαριών που καλούνται να συζητήσουν τον τσακωμό των παιδιών τους, με τρόπο ώριμο και πολιτισμένο. Κατά τη διάρκεια της βραδιάς οι γονείς χάνουν τον έλεγχο, με αποτέλεσμα να αρχίσουν να συμπεριφέρονται οι ίδιοι σαν “παιδιά”. Καθώς κανείς από τους τέσσερις δεν αντέχει να αναλάβει το δικό του μερίδιο ευθύνης, οι χαρακτήρες συγκρούονται, εφευρίσκουν συμμάχους και ανακαλύπτουν τον εχθρό στο ίδιο τους το σπίτι.

Τελικά θα εκραγούν, αναδεικνύοντας ως νικητή τον θεό της σφαγής.

Ο ΠΑΠΑΤΡΕΧΑΣ

10.20

«Η πλήρης ευθυμολογίας, αλλά και δραματικών μεταπτώσεων εξέλιξις του Παπά Τρέχα, ως είναι εμπνευσμένη και διατετυπωμένη υπό του Κοραή, δεν τέρπει απλώς, αλλά και εμβάλλει αβιάστως εις τον οιονδήποτε αναγνώστην σκέψεις περί μορφώσεως και ανθρωπισμού, εμποτίζει τρόπον τινά και τον πλέον άγευστον παιδείας άνθρωπον δια των υψηλών ιδεωδών της ελληνικής παιδείας. Δια του αφηγήματος αυτού του Παπά Τρέχα, ο Κοραής αποκαλύπτεται λόγιος ισχυράς λογοτεχνικής δυνάμεως, την οποίαν χρησιμοποιεί κατ’ εξαίρεσιν εις την περίπτωσιν αυτήν και δια τον συγκεκριμένον σκοπόν της εις ευρυτέρας ελληνικάς μάζας προπαγάνδας της ελληνικής παιδείας. Συγχρόνως όμως αποδεικνύεται και επισφραγίζεται ως αληθής Διδάσκαλος του Γένους, γνωρίζων να χρησιμοποιήση πάντα τα εις την διάθεσίν του μέσα προς επιτέλεσιν της αποστολής την οποίαν έταξεν εις εαυτόν».

Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ

15.00

Ο ήρωας του βιβλίου, ένας ταπεινός ταχυδρόμος, αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο την ιστορία του, που διαδραματίζεται σε μια ορεινή κοινότητα της μεταπολεμικής Κρήτης. Ευαίσθητος παρατηρητής μιας σκληρής πραγματικότητας, ο ταχυδρόμος άγεται και φέρεται από την κοινωνία, από προξενιά με πλεκτάνες, από ατελέσφορες αγάπες, τέλος από έναν έγγαμο βίο με πολλά μυστικά και ψέματα – ώσπου κάποτε αφυπνίζεται και γίνεται ο ίδιος δράστης οδηγώντας την αφήγηση στην πλήρη ανατροπή της πλοκής και εκτινάσσοντάς την προς τη δραματική κάθαρση. Η αγάπη και οι δυνατότητές της, οι αυστηροί περιορισμοί των εθίμων στα υψόμετρα των βουνών, η μνήμη, ο έρωτας και ο θάνατος αναπτύσσονται με μια γλώσσα ποιητική, σπάνιας ωριμότητας στην πεζογραφία μας – μιας γλώσσας που δεν αφήνει περιθώρια στη συγκίνηση να “καταπιεί” την αφήγηση. Η γλώσσα γίνεται και αυτή πρωταγωνίστρια του βιβλίου, επαναφέροντας με ορμή το ερώτημα περί της αυθεντικής λογοτεχνίας.

ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ

10.70

«Κάτω εις το βάθος, εις τον λάκκον, εις το βάραθρον, ως κελάρυσμα ρύακος εις το ρεύμα, φωνή εκ βαθέων αναβαίνουσα ως μύρον, ως άχνη, ως ατμός, θρήνος, πάθος, μελωδία, ανερχομένη επί πτίλων αύρας νυκτερινής, αιρομένη μετάρσιος, πραεία, μειλιχία, άδολος, ψίθυρος, λιγεία, αναρριχωμένη εις τας ριπάς, χορδίζουσα τους αέρας, χαιρετίζουσα το αχανές, ικετεύουσα το άπειρον, παιδική, άκακος, ελισσομένη, φωνή παρθένου μοιρολογούσης, μινύρισμα πτηνού χειμαζομένου, λαχταρούντος την επάνοδον του έαρος». [Ο ξεπεσμένος δερβίσης, 1896]
Σαν τον ήχο του νάι που παίζει στους δρόμους της Αθήνας ο ξεπεσμένος δερβίσης στο ομώνυμο διήγημα, έτσι ακούγεται και η φωνή του Παπαδιαμάντη (1851-1911), αυτού του άρχοντα της ελληνικής γλώσσας, στα 23 αριστουργηματικά διηγήματα που ανθολογούνται στον παρόντα τόμο. Αυτό το καλαμένιο νάι που παίζει ο ξένος μουσουλμάνος, όπως ακριβώς και η φωνή του Παπαδιαμάντη, «κατά δύο κοκκίδας διαφέρει διά να είναι το “ναι”, όπου είπεν ο Χριστός. Το “ναι” το ήμερον, το ταπεινόν, το πράον, το “ναι” το φιλάνθρωπον».

ΠΡΟΥΣΤ

12.00

Στις 15 Ιουνίου 1930 ο Μπέκετ ενημερώνεται την τελευταία στιγμή για έναν διαγωνισμό ποίησης με θέμα τον χρόνο. Η προθεσμία είναι τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας. Θα υποβάλει ένα ποίημα 98 στίχων και θα κερδίσει το πρώτο βραβείο, εντυπωσιάζοντας τα μέλη της επιτροπής. Λίγες εβδομάδες αργότερα θα του προτείνουν να γράψει μια μονογραφία για τον Μαρσέλ Προυστ, με μέγιστη έκταση 17000 λέξεις. Ο Μπέκετ θα δεχθεί. Είναι είκοσι τεσσάρων ετών και ήδη στις δημοσιεύσεις του στα διάφορα περιοδικά εμφανίζεται ως Ιρλανδός ποιητής και δοκιμιογράφος. Η μονογραφία για τον Προυστ θα είναι μια καλή ευκαιρία να συνυπάρξουν σε ένα κείμενο η αγάπη του για τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία και την ποίηση, με αφορμή το έργο ενός συγγραφέα· αλλά και η ευκαιρία να εμβαθύνει στο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο. Το δοκίμιο του Μπέκετ για τον Προυστ θα προκαλέσει αρκετή αμηχανία. Απαντάει εμμέσως σε όλες τις κριτικές της εποχής, αλλά ταυτόχρονα προεκτείνει και τις θέσεις του ίδιου του Προυστ. Η πρωτοτυπία της ανάγνωσής του οφείλεται στη μεγάλη χρονική απόσταση που δείχνει να παίρνει από το έργο. Ο Μπέκετ εμφανίζεται ως παρατηρητής-αναγνώστης που διαβάζει μάλλον έναν κλασικό συγγραφέα παρά κάποιον σύγχρονό του. Είναι επίσης ο πρώτος αναγνώστης και κριτικός του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο που κινητοποιεί τόσο πολλούς φιλοσόφους και ρεύματα σκέψης. Θα υποδείξει, για πρώτη φορά, συγγένειες του έργου του Προυστ με τον Λόγο περί μεθόδου του Καρτέσιου, τη Μοναδολογία του Λάιμπνιτς και τη θεματική της φιλίας στον Νίτσε. Ωστόσο, μεγαλύτερη συνεισφορά του μπορεί να θεωρηθεί η ανάδειξη της συνάφειας που υπάρχει ανάμεσα στο έργο του Προυστ και τη σκέψη του Σοπενάουερ: Είμαστε μόνοι. Δεν γνωρίζουμε και δεν μπορούν να μας γνωρίσουν.

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

18.90

H Μαρία Πολυδούρη έχει από καιρό περάσει στην περιοχή του λογοτεχνικού μύθου: είναι το σύμβολο της πρόωρα χαμένης ομορφιάς και του μοιραίου έρωτα, της παράφορης νεότητας και της αυθεντικής ποιητικής κατάθεσης.
Στη νέα έκδοση των “Ποιημάτων”, εμπλουτισμένης με ανέκδοτα έργα που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα σε ιδιωτικά αρχεία ή ελάνθαναν δημοσιευμένα σε δυσεύρετα έντυπα, συγκεντρώνονται όλα τα ευρισκόμενα ποιήματά της και πλαισιώνονται συστηματικά με φιλολογικά σχόλια. Η μελέτη “Μαρία Πολυδούρη” ή “τα ρόδα του αίματος”, που περιλαμβάνεται στο επίμετρο του τόμου, αναδεικνύει τους βασικούς άξονες του έργου της, τη σχέση με την ευρωπαϊκή και την ελληνική λογοτεχνική παράδοση καθώς και τις περιπέτειες της πρόσληψής του. Ένα κρίσιμο ζήτημα, στο οποίο εστιάζει η εργασία της επιμελήτριας του τόμου Χριστίνας Ντουνιά, είναι αν -και σε ποιο βαθμό- η ποίηση της Πολυδούρη μπορεί να διαβαστεί, όχι σαν μνημείο του παρελθόντος, αλλά σαν μια σύγχρονη, ζωντανή τέχνη.

ΤΑ ΨΗΛΑ ΒΟΥΝΑ

7.96

“Φάνη, προσοχή. Σκοπός είσαι.
Μη φοβάσαι τη νύχτα, μη σε τρομάζουν οι ίσκιοι. Όποιος κάνει εκείνο που πρέπει, δεν έχει να φοβηθεί κανένα.
Εσύ κι οι σύντροφοί σου απόψε φυλάγετε το δάσος από τους εχθρούς του.
Η σφυρίχτρα σου να είναι έτοιμη.
Με τη βάρδια, που φυλάγετε, προστατεύετε τα δέντρα. Κι όλους τους ανθρώπους, όσοι θα δροσιστούν απ’ αυτά τα δέντρα είτε τώρα είτε σε πενήντα κι εκατό και διακόσια χρόνια.

Όταν βρίσκονται γενναία παιδιά σαν εσάς, ένα δάσος γίνεται αιώνιο. Κι οι άνθρωποι ζουν καλύτερα τη ζωή τους.”

Τα ψηλά βουνά του Ζαχαρία Παπαντωνίου βρίσκονται μακριά από κάθε ψευτιά· η μόνη τους πρόθεση είναι να φέρουν στις αίθουσες διδασκαλίας και στις ψυχές των εννιάχρονων αναγνωστών τους το θρόισμα των πεύκων και των ελατιών, το τραγούδι του νερού και τη χαρά μιας αλλιώτικης ζωής. Και όλα αυτά με μια γραφή απόλυτα θελκτική και απροσποίητη, δίχως ίχνος ακαμψίας και διδακτισμού που δεν καταπίνεται.

(Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, από το επίμετρο του βιβλίου)

“Τα ψηλά βουνά” (1918) του Ζαχαρία Παπαντωνίου, μετά την πρώτη σύντομη ζωή τους ως αναγνωστικό του Δημοτικού, έζησαν και εξακολουθούν να ζουν μια δεύτερη ως πάντερπνο ανάγνωσμα όλων των ηλικιών. Η παρούσα νέα έκδοση του θαλερού βιβλίου περιλαμβάνει επίμετρο του συγγραφέα, φιλολόγου και εκπαιδευτικού Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου, το οποίο εμπλουτίζει με ουσιαστικό τρόπο την καθιερωμένη, έγκυρη έκδοση της Εστίας.

Νέα, συμπληρωμένη, μονοτονική έκδοση. Επίπετρο: Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος.

ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΠΑΡΑΛΟΓΕΣ

12.17

Οι παραλογές αποτελούν καλλιτεχνικά τη σημαντικότερη κατηγορία δημοτικών τραγουδιών μας. Τα σύνθετα και προβληματικά αυτά τραγούδια μας δένουν πιο πολύ απ’ όλα με το πλούσιο μυθολογικό και ποιητικό παρελθόν μας. Μας γυρνούν σε εποχές παλιές, όπου το πραγματικό με το υπερφυσικό διαμορφώνουν ιστορίες, συνήθως τραγικές, που πάντα θα μπορούσαν κάποτε να συμβούν. Οι πανανθρώπινες, μα σχετικά λιγοστές, αυτές ιστορίες τους βοήθησαν πολλές παραλογές να ξεπεράσουν γρήγορα τον ελληνικό χώρο και να διαδοθούν και στους άλλους βαλκανικούς λαούς. Εξάλλου, και μέσα στο πανελλήνιο, για τους ίδιους αυτούς λόγους, οι παραλογές έχουν την πιο μεγάλη διάδοση.

ΤΟ ΛΥΚΟΦΩΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

18.76

Από καιρό, ενόσω ακόμα διαρκούσε ο πόλεμος, ένιωθα -καθώς όλοι οι σύγχρονοί μου- ένα είδος εσωτερικού, αυτονόητου χρέους, να επιχειρήσω κάποτε την ανασύνθεση της βαριάς και σκληρής πείρας που μας άφησε για μοναδική ίσως κληρονομιά ο καιρός μας. Το “Λυκόφως των ανθρώπων” δεν θέλω να πω ότι είναι, με την έννοια τούτη, μια μαρτυρία τελειωτική. Τη φωτεινή δέσμη, που δίνει πλαστικότητα και υπόσταση σ’ έναν πίνακα ζωής -και τέτοιο είναι πάντα το μυθιστόρημα- δεν θέλησα καν να τν συγκεντρώσω στο ιστορικό μέρος του έργου. Τα γεγονότα είναι τόσο πρόσφατα ώστε και η υπόμνησή τους ακόμη να μας φαίνεται συχνά περιττή, όταν δεν μας πληγώνει βαθύτερα. Συγκέντρωσα ανθρώπινες μορφές, που ζούνε σε μιαν ιστορικά καθορισμένην εποχή, και παρακολούθησα τη σταδιοδρομία τους, τις σχέσεις τους, τις αντιδράσεις τους απέναντι στα γεγονότα. Είναι μια εποχή κρίσιμη, που ξέσκισε πολλά πέπλα. Αδιάφορο! Ο μυθιστοριογράφος έχει χρέος ν’ αγαπάει όλα τα πρόσωπα του έργου του, αφήνοντας στους άλλους τη φροντίδα, αν θέλουν, να τα κρίνουν. ‘Αλλωστε, τις κυρώσεις, τις επιβάλλει η ζωή. Το μυθιστόρημα ερμηνεύει τους νόμους της. Δεν τους αλλάζει.

ΤΟ ΝΕΡΟ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ

10.20

“ΤΟ ΝΕΡΟ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ”:
Η κυρία Άννα Γιαννοπούλου, όπως κάθε πρωί, ετύλιξε με στοργή τον άντρα της στο βαρύ παλτό του και με δυσπιστία εξέτασε ακόμα μια φορά αν φορούσε το πουλόβερ του. Ύστερα τον φίλησε ερωτικά στο στόμα και τον ξεπροβόδισε ως την εξώπορτα του κήπου.
– Σταύρο, του είπε, ο καιρός γύρισε στο βοριά. Μη βγάζεις το παλτό σου στο μαγαζί. Σου είπα χίλιες φορές να βάλης μια πόρτα. Δεν μπορείς να περνάς πάντα το χειμώνα έτσι, στο ύπαιθρο.
Ο άντρας της την κοίταξε με μάτι κατσούφικο και κακό. Στο πρόσωπό του ζωγραφίστηκε μια αδιόρατη αηδία, ένα μίσος κρυφό.
– Είναι αδύνατο ν’ αλλάξω το μαγαζί μου. Δεν μπορεί να μπη πόρτα. Τα βαρέλια με τα παστά και τα τουρσιά πρέπει να είναι έξω στο πεζοδρόμιο. Δεν γίνεται να χωρίσω το κατάστημά μου στα δύο.
Η Άννα έσκυψε το κεφάλι μ΄εγκαρτέρηση στη σκέψη του άντρα κι αφέντη της.
– Για το καλό σου το λέω, είπε δειλά. Για να μην κρυώνης…

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΣΚΙΑΧΤΡΟΥ

17.25

(…) Το «Όνειρο του σκιάχτρου» συγκεντρώνει τα μηνύματα της εποχής αυτής, που κυκλοφορούν και φορτίζουν τον αέρα που ανασαίνουμε όλοι μας. Συλλαμβάνει τα συνθήματα της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας, της απολύτρωσης, και τα βρίσκουμε μεταπλασμένα ποιητικά, φανταστικά, στο ασάλευτο σκιάχτρο του. Τι ζητάει το καρφωμένο αυτό ομοίωμα του ανθρώπου; Να σαλέψει, να ξεκολλήσει, να κόψει τα δεσμά του, να ανεξαρτητοποιηθεί! Το ‘χουνε στήσει για φόβητρο των πανελεύθερων πουλιών, αυτό είναι ο προορισμός του, μα εκείνο άλλα λαχταρά. Να κινηθεί, να πετάξει, να υπάρξει να δράσει! Και τα πουλιά ψυχανεμίζονται την επιθυμία του, το μήνυμα που εκπέμπει η απελπισμένη προσπάθειά του. Αισθάνονται την κρυφή ελπίδα του ασάλευτου πλάσματος. Συντρέχουν όλα λοιπόν τον αγώνα του φτερουγίζοντας τριγύρω συμπονετικά και δίνοντάς του οδηγίες. (…)

ΤΡΩΑΔΕΣ ΜΗΔΕΙΑ

12.00

Οι πληροφορίες για τις γλωσσικές περιστάσεις και εμπειρίες μέσα στις οποίες οι αρχαίοι τραγικοί παρουσίασαν τις δικές τους γλωσσικές αποκλίσεις είναι ανύπαρκτες. Από τη στιγμή αυτή αρχίζει και ο αγώνας με την αντίσταση και τη μοναξιά των κειμένων. Κειμένων των οποίων τις λέξεις μπορούμε να ερμηνεύσουμε εννοιολογικά, είναι όμως αδύνατον να τους ξαναδώσουμε το διάχυτο λειτουργικό άρωμά τους. Για να περιοριστώ σε μιαν απλή, περίπου μονοκύτταρη, έκφραση άλγους: “αιαί”, “ιώ”, “οίμοι”, “έ”, “ώμοι”, “φεύ”, “οι”, “ιού”, “εή”, “οτοτοτοί”, “πύππαξ”, “πόποι”, είναι μια ποικιλία επιφωνημάτων που χρησιμοποιούν ο Αισχύλος στην Ορέστεια και ο Ευριπίδης στις Τρωαδίτισσες. Επειδή, σαφώς, τα διαφορετικά αλλά ταυτόσημα αυτά επιφωνήματα δεν χρησιμοποιούνται απλώς χάριν ποικιλίας, βάσει ποιων στοιχείων θα μπορούσαμε σήμερα να διακρίνουμε και να καταλάβουμε τη διαφοροποιούμενη, και κατά περίσταση επιδιωκόμενη, αισθητική λειτουργία τους; Επιπλέον: πέρα από τα ήδη κορεσμένα “αλί”, “αχ”, και “οιμένα”, με ποια άλλα μέσα θα μπορούσαμε να ανταποκριθούμε μεταφραστικά στη διαφοροποίηση αυτή;
Σχετικά με τις Τρωαδίτισσες, η μεταφορά ορισμένων σημείων τους στην τωρινή μορφή της γλώσσας μας έγινε μέσα από αντιστοιχίες του νεότερου ελληνικού ποιητικού λόγου, επώνυμου είτε ανώνυμου.
Η επιλογή ήταν εσκεμμένη, γιατί τα πάθη τους είναι ακόμα τόσο οικεία όχι μόνο στην ιστορική, αλλά και στην τρέχουσα μνήμη μας. Εσκεμμένα επίσης, ορισμένες λέξεις που εννοιολογικά έχουν σήμερα διαφοροποιηθεί διατηρήθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν με την αρχική σημασία τους.

ΥΠΟΤΑΓΗ

17.00

«Είναι η υποταγή», είπε απαλά ο Ρεντιζέ. «Η ανατρεπτική και απλή ιδέα, που ως τότε δεν είχε ποτέ εκφραστεί με τόση δύναμη, ότι το απόγειο της ανθρώπινης ευτυχίας έγκειται στην απόλυτη υποταγή. Πρόκειται για μια ιδέα που θα δίσταζα να παρουσιάσω στους ομόθρησκούς μου, που ίσως να την έκριναν βλάσφημη, όμως για μένα υπάρχει μια σχέση μεταξύ της απόλυτης υποταγής της γυναίκας στον άντρα, όπως την περιγράφει η Ιστορία της Ο, και της υποταγής του ανθρώπου στον Θεό, όπως τη θεωρεί το ισλάμ».

Σε μια Γαλλία αρκετά κοντινή στη σημερινή, ένας άντρας ακολουθεί πανεπιστημιακή καριέρα. Η διδασκαλία τον ενδιαφέρει ελάχιστα, προσδοκά μια βαρετή αλλά ήρεμη ζωή, μακριά από τα μεγάλα ιστορικά δρώμενα. Ωστόσο, οι δυνάμεις που δρουν στη χώρα έχουν διασπάσει το πολιτικό σύστημα, επιφέροντας τελικά την κατάρρευσή του. Αυτή η ενδόρρηξη χωρίς αναταράξεις, χωρίς αληθινή επανάσταση, εξελίσσεται σαν εφιάλτης.
Το ταλέντο του συγγραφέα, η οραματική του δύναμη, μας παρασύρουν σε ένα αμφίσημο και ολισθηρό έδαφος? το βλέμμα του στον γηράσκοντα πολιτισμό μας κάνει να συνυπάρχουν σε αυτό το μυθιστόρημα ποιητικές διοράσεις, κωμικές σκηνές και μια μοιρολατρική μελαγχολία.

Ένας συναρπαστικός πολιτικός και ηθικός μύθος.

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

10.14

Αυτήν τη δυτική συνήθεια υιοθέτησε ο ανατολικός Παπαδιαμάντης (1851-1911) και δημοσίευε τις μέρες των Χριστουγέννων σε διάφορα έντυπα διηγήματα, μερικά από τα οποία ανήκουν στα εξοχότερα δείγματα της τέχνης του. Το κοινό που έχουν τα διηγήματα αυτά μεταξύ τους, εκτός από την απαράμιλλη τέχνη του συγγραφέα τους, είναι ότι η δράση τους συνδέεται με τη γιορτή των Χριστουγέννων. Ωστόσο δεν υπάρχει σε αυτά κανενός είδους οικογενειακή εορταστική αφέλεια, αλλά απεναντίας στις σελίδες τους ξεδιπλώνεται η μεγάλη ποικιλία της ζωής των προσώπων του παπαδιαμαντικού σύμπαντος, που στο άκρο του βρίσκεται η φονική κακότητα της γρια-Καντάκαινας («Το χριστόψωμο») και στο άλλο η αγόγγυστη καλοσύνη της θεια-Αχτίτσας («Η Σταχτομαζώχτρα»).