Προβολή όλων των 2 αποτελεσμάτων

ΕΝΑΜΙΣΙ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΟ ΦΩΣ

13.00

“ΜΟΛΙΣ ΜΠΗΚΕ ΣΤΟ ΑΥΛΙΔΑΚΙ Ο ΜΑΡΙΟΣ ΤΣΟΧΟΣ ΟΜΩΣ, ΣΤΑΘΗΚΕ ακίνητος στη μέση του και κοίταξε έναν γύρο τον τόπο που μεγάλωσε και τον πέτρινο ψηλό μαντρότοιχο από την εσωτερική πλευρά· σαν περιτειχισμένο μικρό μοναστηράκι για να φυλάγεται από τους σκληρούς θαλασσινούς καιρούς ήταν του φάρου το συγκρότημα, έτσι το αναπολούσε όλα τα χρόνια που έλειπε· από την προηγούμενη όμως βραδιά, οπόταν άκουσε όλα αυτά τα τερατώδη πράγματα μέσα στο καφενείο του κυρ Σταύρου, άρχισε το φαρομονάστηρο, που είχε στη νότια άκρη του τού φαναριού τον πύργο, να αποκτάει εντός του άλλη υπόσταση και να ομοιάζει ο φάρος του φαλλός, ο οποίος με την παλμική αναλαμπή της κεφαλής του εξέπεμπε το μήνυμα ότι πάλλεται από πόθο κάθε νύχτα το ιδιότυπο αυτό ασκηταριό και όλο το νησί μαζί”.
Αψηφώντας την πατρική κατάρα, ο δημοφιλής μετεωρολόγος Μάριος Τσόχος, γιος φαροφύλακα, επιστρέφει στη γενέτειρά του κινημένος από ερωτική ελπίδα. Έρχεται αντιμέτωπος με ένα άγνωστο, μιαρό παρελθόν και με την τοπική κοινωνία, που τον θεωρεί στιγματισμένο. Οι αναλαμπές του φόρου, στα έγκατα του οποίου περνάει μια κρίσιμη νύχτα, φωτίζουν διακεκομμένα την έως τώρα ύπαρξή του και τον αναγεννούν.
Πόσο σκοτάδι έσβησαν πόσες αναλαμπές.

Η ΔΕΞΙΑ ΤΣΕΠΗ ΤΟΥ ΡΑΣΟΥ

10.20

Τη νύχτα που πέθανε ο αρχιεπίσκοπος γέννησε η Σίσσυ. Έκανε τρία κουτάβια σα θρεμμένα ποντικάκια. Ο Βικέντιος από μέρες την είχε κατά νου. Περίμενε. Είχανε σωθεί τα φουντούκια στην τσέπη του ράσου του. Πηγαινοερχότανε μες στο μοναστήρι, μοναχικός διακονητής, κι εκείνη, φουσκωμένη, έτρεχε βαριανασαίνοντας από πίσω του, ταμένη να συντροφεύει τα βήματά του στο μαγειριό, στο προαύλιο, στα αγριεμένα πια κηπάρια και στην πεζούλα με τους σταυρούς.

Ο Βικέντιος, μοναχικός μοναχός, πενθεί για την αδικοχαμένη σκυλίτσα του, την ίδια στιγμή που λαός και επίσημη Εκκλησία πενθούν τον Μακαριστό Αρχιεπίσκοπο.

Κατόπιν, καθώς οι κεφαλές της Εκκλησίας μετέχουν σε ιερές και ανίερες διαδικασίες διαδοχής, εκείνος αγωνιά να κρατήσει στη ζωή έστω και έναν από τους τρεις νεογέννητους διαδόχους της νεκρής σκυλίτσας.

Mια έντονα σημειολογική νουβέλα που ακροβατεί μεταξύ προσωπικού και συλλογικού πένθους, προσωπικής και συλλογικής ελπίδας. Από τον συγγραφέα-έκπληξη του μυθιστορήματος “Ανάμισης ντενεκές”.