Βλέπετε 1–12 από 34 αποτελέσματα

20 ΒΗΜΑΤΑ ΜΠΡΟΣΤΑ

13.80

«Το πιο επικίνδυνο πράγμα στον κόσμο

είναι να ζεις μια ζωή

χωρίς να παίρνεις κανένα ρίσκο.»

Εμείς, ως άνθρωποι της Δύσης, έχουμε ανάγκη να επεμβαίνουμε, να χειραγωγούμε, να προσανατολίζουμε και να ρυθμίζουμε. Θέλουμε να νιώθουμε πως είμαστε οι διεκπεραιωτές των νόμων του σύμπαντος – και αυτό δεν το βρίσκω κακό. Καλώς ή κακώς, ό,τι συμβαίνει στον κόσμο περιέχει σ’ ένα ποσοστό και τη δική μας εμπλοκή στις καταστάσεις της ζωής. Αποδεχόμενοι αυτό το γεγονός, καταλαβαίνουμε πως στο προσωπικό, στο οικογενειακό και στο κοινωνικό, πρέπει να προσθέσουμε το όνειρο και την πραγματοποίηση, την επιθυμία και το σχεδιασμό, την ανάγκη και τη δράση, την αξία και τη δουλειά, την υπομονή και το ρυθμό, την επιμονή και τη δημιουργικότητα.

ΑΓΑΠΗΤΕ ΘΕΕ

7.50

«Αγαπητέ θεέ, Με λένε Όσκαρ, είμαι δέκα χρονών, έχω βάλει φωτιά στη γάτα, στο σκύλο, στο σπίτι (αν δεν κάνω λάθος έχω ψήσει και τα χρυσόψαρα), κι αυτή είναι η πρώτη φορά που σου γράφω, γιατί μέχρι σήμερα, λόγω του σχολείου, δεν είχα χρόνο. Σου το λέω ευθύς εξαρχής: σιχαίνομαι να γράφω. Για να γράψω, πρέπει πραγματικά να είμαι αναγκασμένος να το κάνω· γιατί το γράψιμο είναι γιρλάντα και στολίδι και μεταξωτή κορδέλα. Τι άλλο είναι το γράψιμο από ένα ωραιοποιημένο ψέμα; Το γράψιμο είναι για τους μεγάλους. »

ΑΠΟ ΑΛΛΗ ΓΩΝΙΑ

15.90

Πώς αντιλαμβάνεται ο καθένας από εμάς τις καθημερινές συγκρούσεις που αποτελούν χαρακτηριστικό της σύγχρονης ζωής; Πώς μπορεί ο σημερινός άνθρωπος να αναμετρηθεί με μεγέθη που θεωρεί ότι τον ξεπερνούν; Πώς είναι δυνατόν να προσπαθήσει για δεύτερη φορά να υπερβεί ένα (φαινομενικά ανυπέρβλητο) εμπόδιο που του έφραξε το δρόμο;
Συχνά, η επίλυση του προβλήματος εξαρτάται από τη γωνία στην οποία έχουμε επιλέξει να σταθούμε. Αλλάζοντας θέση είναι πιθανό —έως βέβαιο— ότι θα βρεθούμε να κοιτάζουμε έκπληκτοι μια διέξοδο η οποία, το μόνο που περίμενε από εμάς, ήταν να την αντιληφθούμε. Αρκούσε να αλλάξουμε θέση και να δούμε τα ίδια πράγματα από άλλη γωνία.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΝΟΙΑ ΣΤΗ ΣΟΦΙΑ

21.20

«Εγώ είµαι εξαγωγέας αγκαθιών,
κι όλη µου η δουλειά περιγράφεται ως εξής:
Έχεις ένα αγκάθι στο πόδι σου,
φέρνω µια βελόνα
(που, το δίχως άλλο, µοιάζει κι αυτή µε αγκάθι)
και προσπαθώ µʼ αυτήν να βγάλω το αγκάθι
που σου πληγώνει το πόδι.

Το πρώτο αγκάθι, αυτό που πληγώνει, και το δεύτερο, που πάει να βγάλει το πρώτο, µοιάζουν: είναι και τα δύο αγκάθια. Όταν µε τη βοήθεια του δεύτερου βγάλουµε το πρώτο, πρέπει να τα πετάξουµε και τα δυο.»
Αυτή είναι η ιστορία ενός φανταστικού ταξιδιού από την άγνοια, απʼ όπου όλοι ξεκινάμε, προς τη σοφία, όπου δε φτάνουμε ποτέ. Η Σιμρίτι —όπως λέγεται η κεντρική ηρωίδα— αποδέχεται την πρόκληση και ξεκινά, με συνοδό τον Χόρχε Μπουκάι, την επικίνδυνη εξερεύνηση της ψυχής και του μυαλού της.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΥΤΟΕΚΤΙΜΗΣΗ ΣΤΟΝ ΕΓΩΙΣΜΟ

14.90

Η ΑΠΟ-ΕΝΟΧΟΠΟΙΗΣΗ ΜΙΑΣ
(ΠΟΛΥ)
ΕΝΟΧΟΠΟΙΗΜΕΝΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ
«Όποιος λέει ότι αγαπάει
πολύ τους άλλους
και λίγο τον εαυτό του,
απλώς λέει ψέματα σʼ ένα από τα δύο:
ή στο ότι αγαπάει πολύ τους άλλους,
ή στο ότι δεν αγαπάει πολύ
τον εαυτό του.»

«Δεν πάει πολύς καιρός από τότε που άρχισα να καταλαβαίνω την πραγματική αξία της βοήθειας και την αξία που έχει το να είσαι εγωιστής. Από τότε, λέω: ʽʽΕίμαι τόσο, μα τόσο εγωιστής, που θα επιχειρήσω να βοηθήσω μόνο και μόνο επειδή μου δίνει χαρά. Θα το κάνω γιατί το θέλω εγώ και γιατί με ευχαριστεί. Θα το κάνω για μένα, όχι για σένα, οπότε δεν μου χρωστάς τίποταʼʼ.»

ΒΑΣΙΣΟΥ ΠΑΝΩ ΜΟΥ

21.20

Υπάρχουν κάποιοι που περπατούν στο κάστρο της ζωής τους προσπαθώντας να μην τους κοστίσει τίποτα, και δεν μπορούν να το ευχαριστηθούν. Υπάρχουν άλλοι που βιάζονται τόσο να φτάσουν νωρίς, που χάνουν τα πάντα χωρίς κι αυτοί να ευχαριστηθούν τίποτα. Κάποιοι λίγοι μαθαίνονυ αυτό το μάθημα και παίρνουν το χρόνο τους για κάθε διαδρομή. Ανακαλύπτουν και απολαμβάνουν την κάθε γωνιά, το κάθε βήμα. Ξέρουν πως δε θα είναι δωρεάν, αλλά καταλαβαίνουν ότι το κόστος τού να ζεις, αξίζει τον κόπο.>>
Ο Χοντρός έμεινε σιωπηλός κι εγώ σηκώθηκα για να φύγω. Όταν φτάσαμε στην πόρτα, μου είπε ακόμα: <<'Ασε τα πράγματα να συμβαίνουν, το καθένα στον καιρό του, και μην προσπαθείς ποτέ να σπρώξεις το ποτάμι...>>

ΓΟΝΕΙΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΑ

22.60

Ο Χόρχε και ο Ντεμιάν Μπουκάι συζητούν για την πρώτη, την κρισιμότερη και πιο καθοριστική σχέση της ανθρώπινης ύπαρξης: αυτήν που συνδέει τους γονείς με τα παιδιά τους. Προσπαθώντας να εκφράσουν τη δική τους άποψη στα αιώνια ερωτήματα που απασχολούν τον άνθρωπο από τη γέννηση μέχρι το θάνατο, δε διστάζουν να διαφωνήσουν και δεν προσπαθούν να καλύψουν τις διαφορετικές τους απόψεις. Τι σημαίνει να είσαι γονέας; Ποιος ο λόγος να γίνεις; Τι είναι αυτό που καθιστά κάποιον «περισσότερο γονέα» από κάποιον άλλο; Τι σημαίνει «είμαι πατέρας» και τι «είμαι μητέρα»;

ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΚΛΑΟΥΝΤΙΑ

20.20

«Αντίο, μπαμπά.»

«Από μένα, μπαμπά, ποτέ δε δέχτηκες τίποτα που να μην ήταν τσάμπα ή μικρής αξίας. Ποτέ δεν έμαθες να παίρνεις. Δεν άντεχες την ιδέα να έχεις ανάγκη τον άλλον. Μπαμπά, νιώθω πως είναι πολύ αργά πια για σένα. Νιώθω πως είναι πολύ αργά πια για να περιμένω να μου μάθεις να δέχομαι. Αλλά δεν είναι αργά για μένα, μπαμπά. Θέλω να μάθω να παίρνω, θέλω να μάθω ν’ αφήνω τους άλλους να με στηρίζουν. Θέλω να μάθω να έχω ταίρι, μπαμπά. Όχι παιδί: ταίρι! Κι όσο για σένα, μπαμπά, δε θα καθίσω να περιμένω πότε θα μάθεις να παίρνεις. Σήμερα μεγάλωσα, μπαμπά… Ίσως από σήμερα να είμαι το πρώην παιδί σου.» (σελ. 222)

«Φαντάζομαι πως γράφω σε κάποια παλιά ασθενή μου, την Κλαούντια, όπως λένε και την κόρη μου… Και ίσως αυτή η Κλαούντια να είναι στην πραγματικότητα η Κλαούντια που θα γίνει η κόρη μου σε λίγα χρόνια…»

ΕΓΩ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΚΗ ΜΟΥ ΓΙΑ ΤΡΟΦΗ

21.20

Κείμενο οπισθοφύλλου
Στο βιβλίο αυτό αναλύεται ένα διατροφικό σύστημα το οποίο πρωτοτυπεί σε ουσιώδη ζητήματα, κι αυτό γιατί: αποδέχεται τις βουλιμικές κρίσεις, απαξιώνει τις στερητικές δίαιτες ως μακροπρόθεσμα αναποτελεσματικές, προτείνει ως βάση τον συνδυασμό μεσογειακής και μακροβιοτικής διατροφής…

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΣΑΛΙΓΚΑΡΙΟΥ ΠΟΥ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕ ΤΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΒΡΑΔΥΤΗΤΑΣ

10.60

«Κουκουβάγια, θέλω να σου κάνω μια ερώτηση.»
«Τι ερώτηση θες να μου κάνεις;»
«Θέλω να μάθω γιατί είμαι τόσο αργό.»
Η κουκουβάγια άνοιξε τα τεράστια μάτια της, περιεργάστηκε το σαλιγκάρι, και μετά τα ξανάκλεισε.
«Είσαι ένα νεαρό σαλιγκάρι, κι όλα όσα έχεις δει, όλα όσα έχεις δοκιμάσει, το πικρό και το γλυκό, η βροχή κι ο ήλιος, η παγωνιά και η νύχτα, όλα αυτά πάνε μαζί σου, σε βαραίνουν, κι όπως είσαι τόσο δα, γίνεσαι αργό απ’ το βάρος.»
«Και τι κερδίζω που είμαι τόσο αργό;» ψιθύρισε το σαλιγκάρι.
«Α, σ’ αυτό δεν έχω απάντηση. Να την βρεις μόνο σου» είπε η κουκουβάγια και, με τη σιωπή της, του έδειξε ότι δε θα δεχόταν άλλες ερωτήσεις.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΓΑΤΟΥ ΠΟΥ ΕΜΑΘΕ Σ’ΕΝΑ ΓΛΑΡΟ ΝΑ ΠΕΤΑΕΙ

11.66

«Ο γάτος, που ήταν μαύρος και πελώριος και χοντρός, λιαζόταν στο μπαλκόνι ρονρονίζοντας και σκεφτόταν τι ωραία που την περνούσε εκεί, ξαπλωμένος ανάσκελα, με τις ζεστές ακτίνες πάνω στην κοιλιά, τα τέσσερα πόδια μαζεμένα και την ουρά απλωμένη. Τη στιγμή ακριβώς που έστριβε τεμπέλικα το κορμί για να λιάσει και τη ράχη του, άκουσε το βόμβο κάποιου πετούμενου που δεν μπόρεσε να καταλάβει τι ήταν, και που ζύγωνε με μεγάλη ταχύτητα. Τινάχτηκε πάνω, στήθηκε γερά στα τέσσερα ποδάρια του, κι ίσα που πρόλαβε να χωθεί σε μια γωνιά, αποφεύγοντας το γλάρο που έπεσε στο μπαλκόνι του. Πιο βρόμικο πουλί δεν είχε ξαναδεί! Όλο του το κορμί ήταν ποτισμένο με μια μαύρη ουσία που έζεχνε.»

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΙΞ, ΤΟΥ ΜΑΞ ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΕΞ

6.90

Όταν ο ποντικός βολεύτηκε στο σβέρκο του γάτου, με τα χεράκια του γαντζωμένα στις τρίχες κάτω από τ’ αφτιά του, ο Μιξ κούνησε την ουρά με δύναμη, άφησε να τον κυριεύσει ένας πρωτόγνωρος πυρετός, σερνάμενος σχεδόν έφτασε στο όριο ανάμεσα στη στέγη και το κενό, με αργές κινήσεις μάζεψε το κορμί του πάνω στα πισινά του ποδάρια, περίμενε να τον κατακλύσει όλη εκείνη η δύναμη η συγγενική με τα μεγάλα αιλουροειδή, τον τίγρη, το λιοντάρι, τον ιαγουάρο, κι ύστερα πήδηξε, τεντώνοντας το σώμα σαν σαΐτα.
“Μ’ αρέσουν οι γάτοι γιατί είναι μυστηριώδεις, αξιοπρεπέστατοι και ανεξάρτητοι. Όταν γνώρισα τον μικρούλη Μιξ, έναν γάτο που ο γιος μου, Μαξ, είχε υιοθετήσει από την Εταιρεία Προστασίας Ζώων του Μονάχου, με εντυπωσίασε η αξιοπρέπεια αυτού του μικρού γατιού που χωρούσε στη φούχτα μου. Ο Μιξ μεγάλωσε συνεχίζοντας να με εντυπωσιάζει, γιατί στο πρόσωπο δεν έμοιαζε με κανέναν άλλο γάτο. Είχε μια κατατομή περίκομψη, ελληνική, που τραβούσε την προσοχή όλου του κόσμου.”