Περιγραφή
Μερικές φορές, χωρίς να το περιμένουμε, και μόνο επειδή το ’χουμε μεγάλη ανάγκη, βρισκόμαστε σ’ έναν άγνωστο τόπο, με άγνωστούς μας ανθρώπους, κι εκεί μαθαίνουμε καινούργια πράγματα. Εγώ έζησα κάτι τέτοιο μια νύχτα, σ’ ένα σκοτεινό κι ερημικό δρομάκι. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, θα έλεγα ότι η κατάσταση τη στιγμή εκείνη ήταν συμβολική για την τοτινή μου ζωή. Όσο χαμένος ένιωθα στο δρόμο εκείνο, άλλο τόσο χαμένος ένιωθα και στη ζωή μου. Δεν ήξερα προς τα πού πήγαινα ούτε γιατί πήγαινα εκεί που πήγαινα.
Είχα πάρει μια βδομάδα άδεια για να ξεφύγω από τη δουλειά μου κι απ’ όλα τα συμπαρομαρτούντα. Όχι πως το επάγγελμά μου ήταν απαίσιο, αν και υπήρχαν πράγματα που με απογοήτευαν. Το χειρότερο όμως ήταν που τις περισσότερες μέρες αναρωτιόμουνα αν στη ζωή μου θα είχα κάτι παραπάνω, από να περνάω καθημερινά δέκα με δώδεκα ώρες στο γραφείο, πράγμα που πιθανότατα συνεπάγεται τη συρρίκνωση της ημέρας σε δώδεκα με δεκατέσσερις ώρες.
Στο λύκειο προετοιμαζόμουνα για το πανεπιστήμιο. Στο πανεπιστήμιο προετοιμαζόμουνα για τον κόσμο της εργασίας. Κι από τότε ροκάνιζα το χρόνο μου, δουλεύοντας σκληρά για την εταιρεία μου. Μήπως όλοι οι άνθρωποι που με είχαν οδηγήσει στο δρόμο αυτό, επαναλάμβαναν απλώς αυτό, που κάποιο άλλοι τους είχαν επιβάλει κάποτε στη ζωή τους;
Βέβαια, οι συμβουλές τους δεν ήταν κακές, αλλά σίγουρα δεν ήταν αυτό που θα μπορούσε να σε γεμίσει. Είχα την αίσθηση πως όλο και περισσότερο αντάλλασσα τη ζωή μου με χρήματα, κι αυτό δε μου φαινόταν καθόλου καλό. Κοντολογίς, η κατάστασή μου όταν βρέθηκα στο «Καφέ-Γιατί», ήταν πολύ συγκεχυμένη.
Όταν διηγούμαι την ιστορία σε άλλους, πέφτουν αμέσως οι χαρακτηρισμοί «απόκοσμο» και «φανταστικό», ή όλο και κάποιος με παραπέμπει στην τηλεοπτική Ζώνη του λυκόφωτος. Στη σειρά αυτή οι άνθρωποι πηγαίνουν σε κάποιους φαινομενικά εντελώς συνηθισμένους τόπους, που συχνά αποκαλύπτονται σαν κάτι το εντελώς διαφορετικό. Είναι κάποιες φορές που πιάνω τον εαυτό μου ν’ αναρωτιέται για μια στιγμή, αν αυτό που μου συνέβη ήταν πράγματι αληθινό. Τις στιγμές αυτές πηγαίνω στο σπίτι κι ανοίγω το συρτάρι του γραφείου μου και διαβάζω αυτά που είναι γραμμένα στον κατάλογο του καφενείου, που μου τον έδωσε η Κέιζι. Και βλέπω ότι όλα ήταν πραγματικά.
Δεν προσπάθησα ποτέ να ξαναπάρω τον ίδιο δρόμο και να ξαναβρώ το καφενείο. Ανεξάρτητα πάντως από το πόσο αληθινή ήταν εκείνη η βραδιά, κάτι μέσα μου θέλει να πιστεύει ότι το καφενείο δε θα είναι πια εκεί. Ότι εκείνη τη στιγμή, εκείνη τη νύχτα, το βρήκα επειδή έτσι έπρεπε να γίνει, κι αυτός ήταν κι ο μοναδικός λόγος που υπήρχε.
Ίσως κάποια μέρα προσπαθήσω να επιστρέψω εκεί. Ή κάποιο βράδυ να βρεθώ ξαφνικά μπροστά του. Τότε ίσως να μπω μέσα και να διηγηθώ στην Κέιζι, τον Μάικ και την Άννα –αν είναι κι αυτή ακόμα εκεί– το πώς αυτή η νύχτα στο καφενείο άλλαξε τη ζωή μου. Ότι οι ερωτήσεις, με τις οποίες με αντιμετώπισαν, με οδήγησαν σε σκέψεις και διαπιστώσεις, που ξεπερνούσαν κατά πολύ τους μέχρι τότε προβληματισμούς μου.
Ποιος ξέρει, ίσως τότε να περάσω ολόκληρο το βράδυ συζητώντας με κάποιον που θα έχει χάσει επίσης τον προσανατολισμό του και θα έχει βρεθεί στο «Καφέ-Γιατί». Ίσως πάλι να γράψω ένα βιβλίο για την περιπέτειά μου αυτή, και να διηγηθώ όλα τα σχετικά μ’ αυτό το καφενείο στην άκρη του κόσμου.
Για να είμαστε αποκλειστικά ο
εαυτός μας, πρέπει να εμπιστευτούμε
τον αληθινό μας εαυτό. Τόσο απλό είναι
το πράγμα. Και εξαρτάται μόνο από
μας, όσο δύσκολο κι αν φαίνεται.
Τζων Στρελέτσκι