Προβολή όλων των 2 αποτελεσμάτων

ΤΟ ΠΡΩΙ ΠΟΥ ΗΡΘΑΝ ΝΑ ΜΑΣ ΠΑΡΟΥΝ

18.00

Ο πόλεμος είναι συλλογική υπόθεση. Εμπλέκει λαούς, παρατάξεις, θρησκείες. Είναι όμως και υπόθεση προσωπική. Τον πόλεμο τον κάνουν άνθρωποι και τον ζούνε άνθρωποι: αυτός που σκοτώνει κι αυτός που σκοτώνεται, αυτός που μένει ανάπηρος κι αυτός που βλέπει το σπίτι του να βομβαρδίζεται, αυτός που μάχεται στο μέτωπο κι αυτός που παρακολουθεί ανυπεράσπιστος τη ζωή του, όπως την ήξερε μέχρι τότε, να καταρρέει.

Σε τούτο το βιβλίο, η Τζανίν Ντι Τζιοβάνι ―η σημαντικότερη πολεμική ανταποκρίτρια της γενιάς της― δεν κάνει γεωπολιτικές αναλύσεις. Δεν κοιτάζει τον πόλεμο από ψηλά. Τον παρακολουθεί από μέσα, μέσα απ’ τα μάτια των ανθρώπων που τον βιώνουν. Αφηγείται τις ιστορίες των στρατιωτών, τόσο του κυβερνητικού στρατού όσο και της αντιπολίτευσης, των βασανισμένων, των αμάχων, των μανάδων, των παιδιών. Καταγράφει αισθήματα αρχέγονα, σωματικά: τον πόνο, την απώλεια, την αγριότητα, τη φρίκη. Καταγράφει τις μυρωδιές του πολέμου, τους ήχους, το κρύο, τη λάσπη. Καταγράφει φόβους κι ελπίδες, το πένθος και τη συντριβή.

Μέσα από δεκάδες ανθρώπινες ιστορίες ―της Νάντα, της Μαριάμ, του Χουσεΐν, του Μοχάμεντ, του Αμπντουλάχ, της Κάρλα― η συγγραφέας συνθέτει τη σπαραχτική τοιχογραφία μιας κοινωνίας που τρώει τις σάρκες της, οδηγημένη σ’ έναν αδελφοκτόνο πόλεμο αλλά και στη μεγαλύτερη τραγωδία της εποχής μας.

ΦΙΡΝΤΑΟΥΣ

14.00

«Άσε με να μιλήσω και μη με διακόψεις. Δεν έχω χρόνο να σ’ ακούσω, στις έξι το απόγεμα θα έρθουν να με πάρουν. Αύριο το πρωί δε θα υπάρχω. Δε θά ’μαι σε κανένα γνωστό μέρος. Το ταξίδι αυτό, σ’ έναν τόπο που κανείς πάνω σε τούτη τη γη δεν τον γνωρίζει ―ταξίδι που δεν το έχουν κάνει ούτε βασιλιάδες, ούτε πρίγκιπες, ούτε κυβερνήτες, ούτε αστυνομικοί―, με γεμίζει περηφάνια. Πάντα αναζητούσα κάτι να με κάνει περήφανη, κάτι για να νιώσω πως είμαι ανώτερη, ανώτερη κυρίως απ’ τους βασιλιάδες, τους πρίγκιπες, τους κυβερνήτες. Έπαιρνα στα χέρια μου μια εφημερίδα, έβλεπα τις φωτογραφίες τους κι έφτυνα τα πρόσωπά τους. Τό ’ξερα ότι δεν έφτυνα παρά μόνο την εφημερίδα, που τη χρειαζόμουν για να στρώσω τα ντουλάπια της κουζίνας. Όμως το έκανα, κι ύστερα άφηνα το φτύμα εκεί που ήταν, να στεγνώσει».

Η γυναίκα αυτή είναι αληθινή, με σάρκα και οστά, ένα αδάμαστο γυναικείο πνεύμα εγκλωβισμένο στον κόσμο των αντρών. Αναζητώντας την ελευθερία και το σεβασμό, η Φιρντάους προσπαθεί να δραπετεύσει απ’ τη ζωή που της έχει επιβληθεί. Δούλα ως παιδί, δούλα ως σύζυγος, δούλα ως υπάλληλος, δούλα ως πόρνη, ελεύθερη μονάχα ως δολοφόνος.

Το βράδυ πριν την εκτέλεσή της, η Φιρντάους αφηγείται την ιστορία της, σ’ ένα από τα πιο κλασικά και πολυμεταφρασμένα κείμενα της φεμινιστικής γραμματείας. Δεν είναι τα βάσανα της Φιρντάους που κάνουν την ιστορία της μια διαχρονική γυναικεία υπόθεση. Είναι η απλότητα του μηνύματός της: πως στον κόσμο της πατριαρχίας, καμιά γυναίκα δεν είναι ελεύθερη.