Προβολή όλων των 4 αποτελεσμάτων

ΝΙΚΗ

19.90

Έζησε κάποτε ένα κορίτσι που βρέφος εβδοµήντα ηµερών το συνέλαβαν και το έστειλαν εξορία στις Κυκλάδες.

Έζησε κάποτε ένα κορίτσι που –στη διάρκεια της Κατοχής και του Εµφυλίου– η οικογένειά του κόπηκε στα δύο, όµως εκείνο δεν έπαψε στιγµή να αγαπάει κανέναν τους.

Έζησε κάποτε ένα κορίτσι που –όταν γεννήθηκε– ο πατέρας του ήταν «ο ηρωικός αρχηγός των εργατών» και –όταν µεγάλωσε– έγινε «ο προδότης της εργατικής τάξης». Κι ας µην είχε προδώσει τίποτα από ό,τι πίστευε.

Έζησε κάποτε ένα κορίτσι που πέρασε όλη του την εφηβεία στη βαθιά παρανοµία. Κλεισµένο σε ένα σπίτι, µε ψεύτικο όνοµα, χωρίς να πηγαίνει στο σχολείο, χωρίς να κάνει παρέες. Γιατί ήξερε πως, εάν οι Αρχές ανακάλυπταν ποιοι ήταν οι γονείς του, θα τους εκτελούσαν.

Κι όταν επέστρεψε στην ελευθερία, το κορίτσι εκείνο ερωτεύτηκε παράφορα, κόντρα στη θέληση και στην ανοχή της οικογένειάς του.

Το κορίτσι λεγόταν Νίκη. Και ήταν η µάνα µου. (Αυτό όµως έχει τη λιγότερη σηµασία.)

Η ζωή της Νίκης είναι η ζωή όλων των παιδιών που έρχονται στον κόσµο µε ένα βαρύ φορτίο στους ώµους, δεν το απαρνιούνται, ούτε όµως το αφήνουν να τα λυγίσει.

Οι άνθρωποι της «Νίκης» είναι η Ιστορία της Ελλάδας στον 20ό αιώνα.

Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ

19.70

«Δεν ήταν για σένα, Μενέλαε, η Ελένη…» µου ’χε πει κάποτε ο Οδυσσέας.

«Για κανέναν δεν ήταν. Τέτοια οµορφιά πόσο να την αντέξεις;»

Ακούγονταν πειστικά τα λόγια του. Ότι µε έπνιγε η καλλονή της ή το πένθος της ή η µπερδεµένη, αξεδίψαστη ψυχή της. Έπειθαν. Μα δεν ίσχυαν. Ακούστε τη δική µου αλήθεια.

Την άφησα να φύγει επειδή την αγαπούσα. Και ήξερα, ένιωθα, λαχταρούσα να ξαναρχίσει τη ζωή της αλλιώς. Τι θα πει αγαπάω; Ανάθεµα αν έχετε προφέρει αυτό το ρήµα πέντε φορές σε όλη σας τη ζωή, τις τέσσερις για τη µάνα σας. Το τρέµετε – σας έχουν µάθει να το τρέµετε. Αγαπάω σηµαίνει γίνοµαι εκείνη που αγαπάω. Η µοίρα της δική µου µοίρα. Αν πέθαινε η Ελένη, θα θαβόταν η καρδιά µου. Όταν την είδα να σαλπάρει µε τον Πάρη, φρέσκος αέρας, δροσερός, φύσηξε εντός µου…

Ο ΤΖΙΜΗΣ ΣΤΗ ΚΥΨΕΛΗ

17.70

Ο Χ.Α. Χωμενίδης εμπνέεται ευθέως από το σήμερα. Γράφει ένα –σχεδόν– ρεαλιστικό μυθιστόρημα, το οποίο διαδραματίζεται στην Αθήνα του 2021 και διαλαμβάνει ό,τι μας αγγίζει, μας συγκινεί, μας τρομάζει.
Ο κεντρικός του ήρωας, ο Τζίμης Παπιδάκης, παιδί των 60s και των 70s, γιος μιας θυρωρίνας, υιοθετημένος από έναν παλιό πρωταγωνιστή του Εθνικού Θεάτρου, βρίσκεται –στο κατώφλι των εξήντα του– ένα βήμα πριν από την εκπλήρωση του μεγάλου του ονείρου: να αναδειχθεί στον πρώτο και καλύτερο θεατρικό επιχειρηματία στην Ελλάδα. Το θέατρο που έχει κληρονομήσει στη Φωκίωνος Νέγρη και που –επί σαράντα σχεδόν χρόνια– ανέβαζε παραστάσεις τρίτης κατηγορίας, φτηνές φαρσοκωμωδίες και επιθεωρήσεις της συμφοράς να γίνει ο ομφαλός της θεατρικής Αθήνας.
Έχει αξιοποιήσει ο Τζίμης άριστα την πανδημία. Κατά την καραντίνα έχει ανακαινίσει εκ θεμελίων το θέατρό του. Έχει αγκαζάρει με γενναιόδωρες προκαταβολές την αφρόκρεμα των ηθοποιών, των συγγραφέων, των σκηνοθετών, των μουσικών… Όλους όσοι υπό κανονικές συνθήκες τον σνόμπαραν, τον θεωρούσαν παρακατιανό κληρονόμο ενός ένδοξου ονόματος.

Ο ΦΟΙΝΙΚΑΣ

19.90

Εµπνευσµένος από τον έρωτα της Εύας Πάλµερ και του Άγγελου Σικελιανού —µα όχι προσηλωµένος στα αληθινά γεγονότα— ο Φοίνικας είναι το πιο φιλόδοξο έργο του Χωµενίδη.

Καλύπτει εβδοµήντα σχεδόν χρόνια, από το 1860 έως το 1927. Κινείται από τα βοσκοτόπια της Πάρνηθας µέχρι τη Νέα Υόρκη των αρχών του 20ού αιώνα κι από το «µαύρο 1897» ίσαµε τους Βαλκανικούς Πολέµους, τη Μικρασιατική Καταστροφή, τη µεσοπολεµική Αθήνα, το Πήλιο, τους Δελφούς… Ένα πλήθος ιστορικών προσώπων —ή µυθιστορηµατικών αντανακλάσεών τους— παρελαύνει στις σελίδες του. Από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον Κωστή Παλαµά, την Κυβέλη έως τον Κώστα Κα­ρυωτάκη, τον λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο, τον Μάρκο Βαµβακάρη…

Κυρίως όµως ο Φοίνικας δεν αφήνει ανέγγιχτο κανένα από τα µεγάλα, τα διαχρονικά ζητήµατα. Την καταγωγή και την ταυτότητα του καθενός, τον έρωτα, τη γονεϊκότητα, τις ολισθηρές στροφές του βίου, την πίστη και την προδοσία, την αγωνία για ένα νόηµα που θα υπερβαίνει τον θάνατο.

Ο φοίνικας, το εµβληµατικό πουλί που αιώνια καίγεται από την ίδια τη φωτιά του και αιώνια ξαναγεννιέται από τις στάχτες του, κυριαρχεί —έστω και αθέατος— από την αρχή του µυθιστορήµατος. Και αποθεώνεται στο τέλος του.