Προβολή όλων των 8 αποτελεσμάτων

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΑΝΤΙΣΗΜΙΤΗ

20.00

«Ο πατέρας μου μισούσε τους Εβραίους, όλους ανεξαιρέτως, ακόμα και τους ηλικιωμένους, ακόμα και τους πιο ταπεινούς. Επρόκειτο για ένα μίσος αρχαίο, πατροπαράδοτο, βαθύρριζο, για το οποίο δεν χρειαζόταν να δοθούν εξηγήσεις· ό,τι επιχείρημα κι αν έφερνες για να το δικαιολογήσεις, όσο παράλογο κι αν ήταν, θεωρούνταν θεμιτό. Ιστορίες περί μοχθηρών συνωμοσιών, σαν αυτές που περι­γράφονται στα Πρωτόκολλα των σοφών της Σιών, θεωρούνταν μπαρούφες. Όλα αυτά ήταν παραμύθια που λέγαμε στις υπηρέτριες όταν δεν μας άντεχαν άλλο και απειλούσαν πως θα πάνε να δουλέψουν σε καμιά οικογένεια Εβραίων, όπου και περισσότερα χρήματα θα έβγαζαν και καλύτερη μεταχείριση θα είχαν. Τους υπενθυμίζαμε παρεμπιπτόντως ότι οι Εβραίοι είχαν όντως σταυρώσει τον Σωτήρα μας. Πάντως οι άνθρωποι του δικού μας φυράματος δεν χρεια­ζόμασταν βαρύγδουπα επιχειρήματα για να βλέπουμε τους ­Εβραίους σαν ανθρώπους δευτέρας διαλογής. Ήταν πολύ απλό: δεν μας αρέσανε ― ή τέλος πάντων μας άρεσαν λιγότερο απ’ ό,τι οι άλλοι συνάνθρωποί μας. Κι αυτό ήταν κάτι τόσο φυσικό όσο και το να σ’ αρέσουν τα σκυλιά περισσότερο απ’ τις γάτες».

Ο αφηγητής των πέντε ιστοριών που συνθέτουν τούτο το μυθιστόρημα είναι γόνος μιας ξεπεσμένης αριστοκρατικής οικογένειας από την κεντρική Ευρώπη. Αναπολεί το παρελ­θόν του και παράλληλα τα σκοτεινότερα χρόνια του 20ού αιώνα ― στην Μπουκοβίνα, στο Βουκουρέστι, στη Βιέννη, στο Βερολίνο, στη Ρώμη.

ΔΕΝ ΚΑΤΟΙΚΟΥΝ ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΜΕ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΤΡΟΠΟ

18.00

Είναι δυο χρόνια τώρα που ο Πωλ Χάνσεν εκτίει την ποινή του στις φυλακές του Μοντρεάλ. Μοιράζεται ένα κελί με τον Πατρίκ Ορτόν, έναν άνδρα που μετράει για ενάμισης, θηρίο έτοιμο να χιμήξει και ν’ ανοίξει στα δύο όποιον δεν συμμερίζεται την αγάπη του για τις Harley Davidson.

Στη φυλακή ο Πωλ έχει χρόνο να αναλογιστεί τη ζωή του. Από τα παιδικά του χρόνια στην Τουλούζη, με την επαναστάτρια μητέρα του και τον πρωτοποριακό της κινηματογράφο, μέχρι τη χερσό­νησο του Σκάγκεν στη Δανία, πατρίδα του πάστορα πατέρα του. Κι από τα ορυχεία του Θέτφορντ Μάινς, μιας πόλης θαμμένης κάτω απ’ τη σκόνη του αμίαντου, μέχρι το κτήριο Excelsior στο Μοντ­ρεάλ, όπου ο Πωλ εργάζεται ως επιστάτης, κηπουρός, άνθρωπος για όλες τις δουλειές, μα κι όπου γίνεται ο παρηγορητής των ψυχών και ο συμπαραστάτης των ανήμπορων.

Όταν δεν συντρέχει τους ένοικους του κτηρίου του, ο Πωλ πετάει στους αιθέρες επιβιβασμένος στο υδροπλάνο της Γουινόνα, της Ινδιάνας γυναίκας του, πάνω απ’ τα αχανή τοπία του Καναδά. Μέχρι που μια μέρα ένας νέος διαχειριστής αναλαμβάνει καθή­κοντα στο κτήριο. Κι όλα παίρνουν την κάτω βόλτα.

Ο ΣΚΥΛΟΣ ΜΟΥ Ο ΗΛΙΘΙΟΣ

15.00

Κάποτε είχε μεγάλες φιλοδοξίες, αλλά τώρα, στα πενηνταπέντε του, ο Χένρι Μολίσε αισθάνεται ξοφλημένος. Τα βιβλία του δεν πουλάνε, τα σενάριά του απορρίπτονται, λεφτά δεν βγάζει. Η γυναίκα του κλείνεται με τις ώρες στο μπάνιο και δεν θέλει να του μιλήσει, ενώ τα τέσσερα αχάριστα βλαστάρια του, όχι μόνο τον περιφρονούν, μα κι ετοιμάζονται να εγκαταλείψουν την πατρική εστία. Ταλαντευόμενος μεταξύ κυνισμού και αυτο­οικτιρμού, ο Χένρι Μολίσε θέλει να τα παρατήσει όλα και να πάει στη Ρώμη, στην Πιάτσα Ναβόνα, να τρώει καρπούζια, παρέα με μια μελαχροινούλα. Και τότε, αναπάντεχα, ένας τεράστιος, εκκεν­τρικός σκύλος εγκαθίσταται με το στανιό στο σπίτι και δεν λέει να ξεκουμπιστεί.

Μασκαρεμένη σαν μια βέβηλη κωμωδία, η νουβέλα αυτή είναι μια σπουδή στην ανδρική ψυχή ― της διχασμένης της ανάγκης για επιβεβαίωση και αγάπη, μαζί με το φόβο της για την αποτυχία και τη μοναξιά.

ΟΙ ΕΜΠΡΗΣΤΕΣ

16.00

«Όταν ήμουν παιδί, η μητέρα μου δεν με άφηνε να βγω έξω χωρίς αντη­λιακό. Τα απαλά και δροσερά της χέρια άπλωναν τη λοσιόν στο ­πρόσωπό μου. Μου φορούσε ένα πλατύγυρο καπέλο και έδενε τα κορδόνια σφιχτά, συμμετρικά, κάτω από το πιγούνι μου. Τόσοι κόποι, τόση φροντίδα για να γίνω ένα τίποτα».

Λαμπερή και περιζήτητη, η Φοίβη ξοδεύει τον εαυτό της, ζώντας κάτω απ’ το βάρος μιας τραγικής απώλειας. Ο Γουίλ, ο άβγαλτος αλλά φιλόδοξος συμφοιτητής της, είχε κάποτε αφιερώσει τη ζωή του στον Θεό, αλλά έχασε την πίστη του και έμεινε μετέωρος. Τώρα δείχνει να πιστεύει και πάλι ― αυτήν τη φορά στη Φοίβη και στα λακκάκια της πλάτης της. Ώσπου εμφανίζεται ο Τζων Λιλ, ο χαρισματικός αρχηγός μιας θρησκευτικής σέχτας, ο οποίος υπόσχεται στη Φοίβη μια ζωή με νόημα και σκοπό. Κι ο κόσμος όλων τους παίρνει φωτιά.

ΠΛΗΝ

16.01

Ο Άρθουρ Πλην είναι ένας αποτυχημένος, άσημος συγγραφέας. Λίγο πριν κλείσει τα πενήντα, φτάνει με το ταχυδρομείο μια πρόσκληση σε γάμο: ο πρώην του παντρεύεται, μόνο που παντρεύεται κάποιον άλλον! Ο Πλην δεν μπορεί να πάει στο γάμο ― θα παραείναι άβολο. Δεν μπορεί όμως ούτε και να αρνηθεί την πρόσκληση ανοιχτά ― θα τον κουτσομπολεύουν όλοι. Πρέπει να βρει ένα πρόσχημα… και το βρίσκει! Αποφασίζει να αποδεχτεί κάθε λογής πρόσκληση, απ’ αυτές που λαμβάνουν συνήθως οι συγγραφείς, για δευτεροκλασάτα συνέδρια και αδιάφορες εκδηλώσεις ανά τον κόσμο.

Απ’ τη Γαλλία στην Ινδία, απ’ τη Γερμανία στο Μαρόκο, απ’ το Μεξικό στην Ιαπωνία, ο Πλην θα κάνει το γύρο του κόσμου για να ξεφύγει απ’ την ντροπή. Μόνο που σε κάθε γωνιά τον περιμένουν μικροεξευτελισμοί και ταπεινώσεις ― γεννήματα, όχι σπάνια, της φαντασίας του και μόνο. Αυτό είναι το τίμημα που καλείται να πληρώσει προκειμένου να μπορέσει να κρυφτεί και να κάνει ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή του.

Μια πνευματώδης κωμωδία γεμάτη παρεξηγήσεις, σπαρταριστές εκπλήξεις και απρόσμενους στοχασμούς για την κοινή ανθρώπινη μοίρα μας.

ΠΡΩΤΟΛΕΙΟ

18.00

Ο Πίτερ θέλει να γίνει συγγραφέας. Το ίδιο κι η κοπέλα του, η Τζούλια. Το ίδιο κι η Λέσλι, την οποία ο Πίτερ ερωτεύεται παράφορα, μάλλον. Οι ήρωες του Πρωτόλειου έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους. Περιμένουν το ταλέντο τους να λάμψει. Δεν νιώθουν ότι υπάρχουν λάθη που δεν συγχωρούνται. Δεν πιστεύουν ότι ο χρόνος είναι κάτι που μπορεί να το σπαταλήσεις. Πίνουν, κάνουν σεξ, συζητούν για βιβλία, ελπίζοντας ότι ζουν. Βιβλίο αλύπητης ειρωνείας, το Πρωτόλειο χαρακτηρίστηκε ως η Συναισθηματική αγωγή της εποχής μας, ξεγυμνώνοντας μια γενιά μπροστά στον καθρέφτη του ναρκισσισμού της.

ΤΟ ΟΛΛΑΝΔΕΖΙΚΟ ΣΠΙΤΙ

20.00

Η Μέιβ και ο Ντάνι Κόνροϋ μεγαλώνουν στο Ολλανδέζικο Σπίτι, μια εντυπωσιακή έπαυλη στα περίχωρα της Φιλαδέλφειας. Μια μέρα η μητέρα τους φεύγει αναπάντεχα και λίγο καιρό αργότερα ο πατέρας τους φέρνει στο σπίτι μια καινούργια γυναίκα, την Άντρια. Ο ερχομός της θα σημάνει το τέλος της παιδικής τους ηλικίας.

Χάνεται όμως κάτι το οποίο προσπαθείς μια ζωή να ξαναβρείς; Η Μέιβ και ο Ντάνι εξορίζονται απ’ το Ολλανδέζικο Σπίτι, αλλά για δεκαετίες παλεύουν να επιστρέψουν σ’ αυτό. Χτυπούν εις μάτην την πόρτα του παρελθόντος, περιμένοντας να βρεθεί κάποιος να τους ανοίξει ― και κάπως έτσι αφήνουν τη ζωή να περάσει.

Η μοίρα μας είναι τα παιδικά μας χρόνια, λέει η Αν Πάτσετ, μια απ’ τις πιο διακεκριμένες φωνές της σύγχρονης αμερικανικής πεζογραφίας. Στο Ολλανδέζικο σπίτι η συγγραφέας παραδίδει την ιστορία τριών γενιών μιας οικογένειας, καταθέτοντας έναν αλησμόνητο ύμνο στην αδερφική αγάπη και τη δύναμη της συγχώρεσης.

ΤΟ ΟΡΓΙΟ

11.00

Κολοράντο, μέσα της δεκαετίας του ’20.

Ο Νικ Στεφανίνι ξεκίνησε απλός χτίστης, αλλά δούλεψε πολύ στη ζωή του κι έχει πια γίνει εργολάβος με δικό του συνεργείο. Είναι πατέρας τριών παιδιών, νοικοκύρης, προκομμένος.

Ώσπου μια μέρα ένας εργάτης του, ο Φούριας, πιάνει την καλή στο χρηματιστήριο και κάνει ένα απίστευτο δώρο στον Νικ: ένα ανεκμετάλλευτο χρυσωρυχείο.

Ο Νικ συνεταιρίζεται με τον Φρανκ Γκαλιάνο, που ξέρει από ορυχεία αλλά δεν πιστεύει στον Θεό, κι οι δυο μαζί αρχίζουν τη σκληρή δουλειά.

Ω, πόσο θ’ αλλάξει η ζωή της οικογένειας Στεφανίνι! Θα ζήσουν σ’ έναν πύργο, θα έχουν υπηρέτριες, μπάτλερ και σοφέρ!

Κανένας δεν είναι τόσο ενθουσιασμένος όσο ο αφηγητής μας, ο 10χρονος γιος του Νικ, που βιάζεται να μεγαλώσει και να γίνει άντρας.

Όταν όμως μια μέρα ανεβαίνει στο ορυχείο να δει την πρόοδο των εργασιών, τον περιμένει μια τρομερή έκπληξη…

Μια κωμωδία γεμάτη ζωή για το οδυνηρό τέλος της παιδικής αθωότητας.