Showing 13–16 of 16 results

ΤΟ ΟΛΛΑΝΔΕΖΙΚΟ ΣΠΙΤΙ

20.00

Η Μέιβ και ο Ντάνι Κόνροϋ μεγαλώνουν στο Ολλανδέζικο Σπίτι, μια εντυπωσιακή έπαυλη στα περίχωρα της Φιλαδέλφειας. Μια μέρα η μητέρα τους φεύγει αναπάντεχα και λίγο καιρό αργότερα ο πατέρας τους φέρνει στο σπίτι μια καινούργια γυναίκα, την Άντρια. Ο ερχομός της θα σημάνει το τέλος της παιδικής τους ηλικίας.

Χάνεται όμως κάτι το οποίο προσπαθείς μια ζωή να ξαναβρείς; Η Μέιβ και ο Ντάνι εξορίζονται απ’ το Ολλανδέζικο Σπίτι, αλλά για δεκαετίες παλεύουν να επιστρέψουν σ’ αυτό. Χτυπούν εις μάτην την πόρτα του παρελθόντος, περιμένοντας να βρεθεί κάποιος να τους ανοίξει ― και κάπως έτσι αφήνουν τη ζωή να περάσει.

Η μοίρα μας είναι τα παιδικά μας χρόνια, λέει η Αν Πάτσετ, μια απ’ τις πιο διακεκριμένες φωνές της σύγχρονης αμερικανικής πεζογραφίας. Στο Ολλανδέζικο σπίτι η συγγραφέας παραδίδει την ιστορία τριών γενιών μιας οικογένειας, καταθέτοντας έναν αλησμόνητο ύμνο στην αδερφική αγάπη και τη δύναμη της συγχώρεσης.

ΤΟ ΟΡΓΙΟ

11.00

Κολοράντο, μέσα της δεκαετίας του ’20.

Ο Νικ Στεφανίνι ξεκίνησε απλός χτίστης, αλλά δούλεψε πολύ στη ζωή του κι έχει πια γίνει εργολάβος με δικό του συνεργείο. Είναι πατέρας τριών παιδιών, νοικοκύρης, προκομμένος.

Ώσπου μια μέρα ένας εργάτης του, ο Φούριας, πιάνει την καλή στο χρηματιστήριο και κάνει ένα απίστευτο δώρο στον Νικ: ένα ανεκμετάλλευτο χρυσωρυχείο.

Ο Νικ συνεταιρίζεται με τον Φρανκ Γκαλιάνο, που ξέρει από ορυχεία αλλά δεν πιστεύει στον Θεό, κι οι δυο μαζί αρχίζουν τη σκληρή δουλειά.

Ω, πόσο θ’ αλλάξει η ζωή της οικογένειας Στεφανίνι! Θα ζήσουν σ’ έναν πύργο, θα έχουν υπηρέτριες, μπάτλερ και σοφέρ!

Κανένας δεν είναι τόσο ενθουσιασμένος όσο ο αφηγητής μας, ο 10χρονος γιος του Νικ, που βιάζεται να μεγαλώσει και να γίνει άντρας.

Όταν όμως μια μέρα ανεβαίνει στο ορυχείο να δει την πρόοδο των εργασιών, τον περιμένει μια τρομερή έκπληξη…

Μια κωμωδία γεμάτη ζωή για το οδυνηρό τέλος της παιδικής αθωότητας.

ΤΟ ΠΡΩΙ ΠΟΥ ΗΡΘΑΝ ΝΑ ΜΑΣ ΠΑΡΟΥΝ

18.00

Ο πόλεμος είναι συλλογική υπόθεση. Εμπλέκει λαούς, παρατάξεις, θρησκείες. Είναι όμως και υπόθεση προσωπική. Τον πόλεμο τον κάνουν άνθρωποι και τον ζούνε άνθρωποι: αυτός που σκοτώνει κι αυτός που σκοτώνεται, αυτός που μένει ανάπηρος κι αυτός που βλέπει το σπίτι του να βομβαρδίζεται, αυτός που μάχεται στο μέτωπο κι αυτός που παρακολουθεί ανυπεράσπιστος τη ζωή του, όπως την ήξερε μέχρι τότε, να καταρρέει.

Σε τούτο το βιβλίο, η Τζανίν Ντι Τζιοβάνι ―η σημαντικότερη πολεμική ανταποκρίτρια της γενιάς της― δεν κάνει γεωπολιτικές αναλύσεις. Δεν κοιτάζει τον πόλεμο από ψηλά. Τον παρακολουθεί από μέσα, μέσα απ’ τα μάτια των ανθρώπων που τον βιώνουν. Αφηγείται τις ιστορίες των στρατιωτών, τόσο του κυβερνητικού στρατού όσο και της αντιπολίτευσης, των βασανισμένων, των αμάχων, των μανάδων, των παιδιών. Καταγράφει αισθήματα αρχέγονα, σωματικά: τον πόνο, την απώλεια, την αγριότητα, τη φρίκη. Καταγράφει τις μυρωδιές του πολέμου, τους ήχους, το κρύο, τη λάσπη. Καταγράφει φόβους κι ελπίδες, το πένθος και τη συντριβή.

Μέσα από δεκάδες ανθρώπινες ιστορίες ―της Νάντα, της Μαριάμ, του Χουσεΐν, του Μοχάμεντ, του Αμπντουλάχ, της Κάρλα― η συγγραφέας συνθέτει τη σπαραχτική τοιχογραφία μιας κοινωνίας που τρώει τις σάρκες της, οδηγημένη σ’ έναν αδελφοκτόνο πόλεμο αλλά και στη μεγαλύτερη τραγωδία της εποχής μας.

ΦΙΡΝΤΑΟΥΣ

14.00

«Άσε με να μιλήσω και μη με διακόψεις. Δεν έχω χρόνο να σ’ ακούσω, στις έξι το απόγεμα θα έρθουν να με πάρουν. Αύριο το πρωί δε θα υπάρχω. Δε θά ’μαι σε κανένα γνωστό μέρος. Το ταξίδι αυτό, σ’ έναν τόπο που κανείς πάνω σε τούτη τη γη δεν τον γνωρίζει ―ταξίδι που δεν το έχουν κάνει ούτε βασιλιάδες, ούτε πρίγκιπες, ούτε κυβερνήτες, ούτε αστυνομικοί―, με γεμίζει περηφάνια. Πάντα αναζητούσα κάτι να με κάνει περήφανη, κάτι για να νιώσω πως είμαι ανώτερη, ανώτερη κυρίως απ’ τους βασιλιάδες, τους πρίγκιπες, τους κυβερνήτες. Έπαιρνα στα χέρια μου μια εφημερίδα, έβλεπα τις φωτογραφίες τους κι έφτυνα τα πρόσωπά τους. Τό ’ξερα ότι δεν έφτυνα παρά μόνο την εφημερίδα, που τη χρειαζόμουν για να στρώσω τα ντουλάπια της κουζίνας. Όμως το έκανα, κι ύστερα άφηνα το φτύμα εκεί που ήταν, να στεγνώσει».

Η γυναίκα αυτή είναι αληθινή, με σάρκα και οστά, ένα αδάμαστο γυναικείο πνεύμα εγκλωβισμένο στον κόσμο των αντρών. Αναζητώντας την ελευθερία και το σεβασμό, η Φιρντάους προσπαθεί να δραπετεύσει απ’ τη ζωή που της έχει επιβληθεί. Δούλα ως παιδί, δούλα ως σύζυγος, δούλα ως υπάλληλος, δούλα ως πόρνη, ελεύθερη μονάχα ως δολοφόνος.

Το βράδυ πριν την εκτέλεσή της, η Φιρντάους αφηγείται την ιστορία της, σ’ ένα από τα πιο κλασικά και πολυμεταφρασμένα κείμενα της φεμινιστικής γραμματείας. Δεν είναι τα βάσανα της Φιρντάους που κάνουν την ιστορία της μια διαχρονική γυναικεία υπόθεση. Είναι η απλότητα του μηνύματός της: πως στον κόσμο της πατριαρχίας, καμιά γυναίκα δεν είναι ελεύθερη.