Showing all 16 results

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΑΝΤΙΣΗΜΙΤΗ

20.00

«Ο πατέρας μου μισούσε τους Εβραίους, όλους ανεξαιρέτως, ακόμα και τους ηλικιωμένους, ακόμα και τους πιο ταπεινούς. Επρόκειτο για ένα μίσος αρχαίο, πατροπαράδοτο, βαθύρριζο, για το οποίο δεν χρειαζόταν να δοθούν εξηγήσεις· ό,τι επιχείρημα κι αν έφερνες για να το δικαιολογήσεις, όσο παράλογο κι αν ήταν, θεωρούνταν θεμιτό. Ιστορίες περί μοχθηρών συνωμοσιών, σαν αυτές που περι­γράφονται στα Πρωτόκολλα των σοφών της Σιών, θεωρούνταν μπαρούφες. Όλα αυτά ήταν παραμύθια που λέγαμε στις υπηρέτριες όταν δεν μας άντεχαν άλλο και απειλούσαν πως θα πάνε να δουλέψουν σε καμιά οικογένεια Εβραίων, όπου και περισσότερα χρήματα θα έβγαζαν και καλύτερη μεταχείριση θα είχαν. Τους υπενθυμίζαμε παρεμπιπτόντως ότι οι Εβραίοι είχαν όντως σταυρώσει τον Σωτήρα μας. Πάντως οι άνθρωποι του δικού μας φυράματος δεν χρεια­ζόμασταν βαρύγδουπα επιχειρήματα για να βλέπουμε τους ­Εβραίους σαν ανθρώπους δευτέρας διαλογής. Ήταν πολύ απλό: δεν μας αρέσανε ― ή τέλος πάντων μας άρεσαν λιγότερο απ’ ό,τι οι άλλοι συνάνθρωποί μας. Κι αυτό ήταν κάτι τόσο φυσικό όσο και το να σ’ αρέσουν τα σκυλιά περισσότερο απ’ τις γάτες».

Ο αφηγητής των πέντε ιστοριών που συνθέτουν τούτο το μυθιστόρημα είναι γόνος μιας ξεπεσμένης αριστοκρατικής οικογένειας από την κεντρική Ευρώπη. Αναπολεί το παρελ­θόν του και παράλληλα τα σκοτεινότερα χρόνια του 20ού αιώνα ― στην Μπουκοβίνα, στο Βουκουρέστι, στη Βιέννη, στο Βερολίνο, στη Ρώμη.

ΔΕΝ ΚΑΤΟΙΚΟΥΝ ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΜΕ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΤΡΟΠΟ

18.00

Είναι δυο χρόνια τώρα που ο Πωλ Χάνσεν εκτίει την ποινή του στις φυλακές του Μοντρεάλ. Μοιράζεται ένα κελί με τον Πατρίκ Ορτόν, έναν άνδρα που μετράει για ενάμισης, θηρίο έτοιμο να χιμήξει και ν’ ανοίξει στα δύο όποιον δεν συμμερίζεται την αγάπη του για τις Harley Davidson.

Στη φυλακή ο Πωλ έχει χρόνο να αναλογιστεί τη ζωή του. Από τα παιδικά του χρόνια στην Τουλούζη, με την επαναστάτρια μητέρα του και τον πρωτοποριακό της κινηματογράφο, μέχρι τη χερσό­νησο του Σκάγκεν στη Δανία, πατρίδα του πάστορα πατέρα του. Κι από τα ορυχεία του Θέτφορντ Μάινς, μιας πόλης θαμμένης κάτω απ’ τη σκόνη του αμίαντου, μέχρι το κτήριο Excelsior στο Μοντ­ρεάλ, όπου ο Πωλ εργάζεται ως επιστάτης, κηπουρός, άνθρωπος για όλες τις δουλειές, μα κι όπου γίνεται ο παρηγορητής των ψυχών και ο συμπαραστάτης των ανήμπορων.

Όταν δεν συντρέχει τους ένοικους του κτηρίου του, ο Πωλ πετάει στους αιθέρες επιβιβασμένος στο υδροπλάνο της Γουινόνα, της Ινδιάνας γυναίκας του, πάνω απ’ τα αχανή τοπία του Καναδά. Μέχρι που μια μέρα ένας νέος διαχειριστής αναλαμβάνει καθή­κοντα στο κτήριο. Κι όλα παίρνουν την κάτω βόλτα.

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΑΝΕ ΟΙ ΚΑΡΑΒΙΔΕΣ

20.00

Για χρόνια, οι φήμες για την Πιτσιρίκα του Βάλτου έδιναν κι έπαιρναν στο Μπάρκλι Κόουβ, ένα ήσυχο ψαροχώρι της Βόρειας Καρολίνας. Ο θάνατος του νεαρού Τσέις Άντριους τις έκανε να φουντώσουν ακόμη περισσότερο. Ποιος θα μπορούσε να τον είχε σκοτώσει, αν όχι εκείνο το αγριοκόριτσο που ζούσε μονάχο του στα βάθη του βάλτου;

Αλλά την Κάια δεν την είχαν καταλάβει. Ευαίσθητη και έξυπνη, είχε καταφέρει να επιβιώσει ολομόναχη, εγκαταλελειμμένη απ’ τους ανθρώπους, παρέα με τους γλάρους και μ’ όσα της δίδαξε η άμμος κι η αρμύρα. Όταν δύο νεαροί απ’ το χωριό γοητεύονται απ’ την άγρια ομορφιά της, η Κάια ανοίγεται σε μια καινούργια ζωή. Αλλά τότε συμβαίνει το αδιανόητο.

Μια ωδή στον φυσικό κόσμο και μια σπαρακτική ιστορία ενηλικίωσης, που μας υπενθυμίζει πώς τα παιδικά μας χρόνια μάς καθορίζουν για πάντα και ότι η ανθρώπινη φύση κουβαλά αρχέγονα, βίαια μυστικά, απ’ τα οποία κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει.

ΕΡΩΣ Ο ΓΛΥΚΟΠΙΚΡΟΣ

18.00

«Πρώτη η Σαπφώ αποκάλεσε τον έρωτα γλυκόπικρο. Κι όποιος έχει ερωτευτεί, δε θα διαφωνήσει μαζί της».

Ο έρωτας είναι ένα παράδοξο. Κρύβει μια υπόσχεση απόλυτης ηδονής. Όμως βιώνεται σαν πόνος. Τον πόνο τον προκαλεί η απουσία. «Υπάρχει κανένας που να επιθύμησε ποτέ αυτό που δεν απουσιάζει; Κανένας. Σ’ αυτό οι Έλληνες ήταν ξεκάθαροι. Κι επινόησαν τον έρωτα για να το εκφράσουν». Ο έρωτας είναι αγώνας. Μα ο αγώνας αυτός είναι μάταιος. Γιατί ο έρωτας είναι αναγκαστικά στραμμένος σε κάτι που απουσιάζει: με το που κατακτηθεί το ποθούμενο, η επιθυμία σβήνει. Την επιθυμία την κρατά ζωντανή η απουσία. Γι’ αυτό ο πόνος είναι αναγκαίο συστατικό του έρωτα. Τι επιθυμεί ο ερωτευμένος; Τον άλλο, ή έτσι νομίζει. Στην πραγματικότητα, ο άλλος είναι απλά ένα τέχνασμα που χρησιμοποιεί ο έρωτας για να φανερώσει στον ερωτευμένο έναν προηγουμένως άγνωστο εαυτό του. Ο έρωτας είναι μια εμπειρία αυτογνωσίας.

Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

14.00

Ποιος άνθρωπος είναι ελεύθερος και ποιος δούλος; Πώς μπορούμε να ζήσουμε μια καλή ζωή; Πότε τα πράγματα κι οι καταστάσεις γίνονται αφέντες του εαυτού μας;

Το σώμα μας, η υγεία μας, το σπίτι κι η περιουσία μας δεν είναι δικά μας, υποστηρίζει ο Επίκτητος. Δεν βρίσκονται κάτω απ’ τον δικό μας έλεγχο και, επομένως, όταν επιθυμούμε κάποιο απ’ αυτά τα πράγματα, επιθυμούμε κάτι που δεν εξαρτάται από εμάς. Κι ο άνθρωπος που επιθυμεί πράγματα που δεν εξαρτώνται από τον ίδιο δεν μπορεί παρά να είναι ένας δούλος.

«Καθάρισε τις ιδέες σου, ώστε να μη δεθεί πάνω σου κάτι που δεν είναι δικό σου, να μην αναπτυχθεί μαζί σου κάτι ξένο, και να μη λυπηθείς αν φύγει από σένα. Και λέγε εξασκούμενος καθημερινά, όπως εξασκείσαι στο γυμναστήριο, όχι ότι κάνεις φιλοσοφία, αλλά ότι προσπαθείς να κερδίσεις την ελευθερία σου. Γιατί αυτή είναι η πραγματική ελευθερία».

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΩΣ ΚΑΛΕΣΜΑ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ

12.00

Ενασχόληση με την πολιτική, λέει ο Βέμπερ, σημαίνει συμμετοχή σ’ έναν αγώνα ισχύος με σκοπό τον επηρεασμό της διοίκησης ενός κράτους. Το κράτος, όμως, δεν το ορίζουν οι σκοποί που αξιώνει ότι υπηρετεί αλλά μονάχα το μέσο που έχει στην αποκλειστική του διάθεση: η βία. Εκείνος που θα εμπλακεί με την πολιτική θα προβεί αναγκαστικά σε δοσοληψίες με τις διαβολικές δυνάμεις που καραδοκούν σε κάθε μορφή βίας. «Όποιος επιζητεί τη σωτηρία της ψυχής του και τη σωτηρία άλλων ψυχών, ας μην το κάνει μέσω της πολιτικής, η οποία έχει τελείως διαφορετικά μελήματα: μελήματα που διευθετούνται μόνον μέσω της βίας».

Ο Βέμπερ δίνει τη διάλεξη «Η πολιτική ως κάλεσμα και επάγγελμα» ―το για πολλούς σημαντικότερο πολιτικό κείμενο του 20ού αιώνα― σε συνθήκες ρευστές και πυρετώδεις. Βρισκόμαστε στο 1919, στην περίοδο της Γερμανικής Επανάστασης, λίγες μόλις μέρες μετά τη δολο­φονία των ηγετών του Κομμουνιστικού Κόμματος, Καρλ Λίμπκνεχτ και Ρόζας Λούξεμπουργκ. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έχει μόλις λήξει, με τη Γερμανία ηττημένη. Το Ράιχ έχει καταλυθεί, ο Κάιζερ έχει παραιτηθεί απ’ το θρόνο, ενώ η Δημοκρατία της Βαϊμάρης δεν έχει εγκαθιδρυθεί ακόμα.

Ο ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ

14.00

Όλα για το τίποτα, είπε ο Εκκλησιαστής. Όλα είν’ ανώφελα, όλα για το τίποτα.

Μία είναι η μοίρα των ανθρώπων, δίκαιων και άδικων, φτωχών και πλούσιων, δούλων και ελεύθερων: ο θάνατος. Τα καλά θα χαθούν. Οι προσπάθειες θ’ αποτύχουν. Τα όνειρα θ’ αποδειχτούνε χίμαιρες. Μα οι έγνοιες δε θα κοπάσουν.

Ο Εκκλησιαστής παραμένει ένα αίνιγμα. Την ίδια στιγμή που χαρακτηρίζεται ως το σκοτεινότερο κείμενο της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ο Εκκλησιαστής περιγράφεται και σαν ένας φιλοσοφικός ύμνος στη χαρά. Ίσως γιατί τόλμησε να βυθιστεί πέρα ώς πέρα στο σκοτάδι της ματαιότητας, για να βρει ένα πράγμα αληθινά φωτεινό.

Η χαρά του κόπου. Αυτό είναι το μερτικό του ανθρώπου, το μόνο πράγμα που αξίζει στις μετρημένες μέρες της ζωής του. Μα οι έγνοιες δε θα κοπάσουν.

Ανώφελο κι αυτό,
ανεμοκυνηγητό.

Ο Εκκλησιαστής γράφτηκε κατά πάσα πιθανότητα τον 3ο αιώνα π.Χ. Περιλαμβάνεται στην εβραϊκή Βίβλο και τη χριστιανική Παλαιά Διαθήκη.

Ο ΣΚΥΛΟΣ ΜΟΥ Ο ΗΛΙΘΙΟΣ

15.00

Κάποτε είχε μεγάλες φιλοδοξίες, αλλά τώρα, στα πενηνταπέντε του, ο Χένρι Μολίσε αισθάνεται ξοφλημένος. Τα βιβλία του δεν πουλάνε, τα σενάριά του απορρίπτονται, λεφτά δεν βγάζει. Η γυναίκα του κλείνεται με τις ώρες στο μπάνιο και δεν θέλει να του μιλήσει, ενώ τα τέσσερα αχάριστα βλαστάρια του, όχι μόνο τον περιφρονούν, μα κι ετοιμάζονται να εγκαταλείψουν την πατρική εστία. Ταλαντευόμενος μεταξύ κυνισμού και αυτο­οικτιρμού, ο Χένρι Μολίσε θέλει να τα παρατήσει όλα και να πάει στη Ρώμη, στην Πιάτσα Ναβόνα, να τρώει καρπούζια, παρέα με μια μελαχροινούλα. Και τότε, αναπάντεχα, ένας τεράστιος, εκκεν­τρικός σκύλος εγκαθίσταται με το στανιό στο σπίτι και δεν λέει να ξεκουμπιστεί.

Μασκαρεμένη σαν μια βέβηλη κωμωδία, η νουβέλα αυτή είναι μια σπουδή στην ανδρική ψυχή ― της διχασμένης της ανάγκης για επιβεβαίωση και αγάπη, μαζί με το φόβο της για την αποτυχία και τη μοναξιά.

Ο ΥΠΑΡΞΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ

14.00

Ο Σαρτρ έδωσε τη διάλεξη Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός τον Οκτώβριο του 1945, θέλοντας να παρου­σιάσει σε συνο­πτική μορφή τις βασικές θέσεις της φιλοσοφίας του και να την υπερασπιστεί απέναντι σε ορισμένες συχνές παρανοή­σεις. Η διάλεξη δόθηκε από στήθους και κυκλοφόρησε ως βιβλίο λίγο αργότερα, ελάχιστα επανεπεξεργασμένη. Το βιβλίο αναδείχτηκε στο πιο πολυδιαβασμένο, πιθανότατα, φιλοσοφικό κείμενο του 20ού αιώνα.

Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος, λέει ο Σαρτρ, αλλά θέλει να φαν­τάζεται τον εαυτό του δέσμιο. Το κάνει αυτό, γιατί θέλει ν’ αποποιηθεί την ευθύνη που συνεπάγεται η ελευθερία του. Οι άνθρωποι πλάθουν φαντάσματα —το θεό, τη μοίρα, τη φύση, την ιστορία, την κοινωνία— που υποτίθεται ότι τους υποχρεώνουν να φέρονται όπως φέρονται. Επικαλούμενοι τα φαντάσματα αυτά, μπορούν κατόπιν να δηλώσουν: «Δεν έφταιγα εγώ γι’ αυτό που έκανα, δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Δεν είμαι εγώ υπεύθυνος γι’ αυτό που είμαι, κάτι άλλο, έξω από μένα, μ’ έκανε έτσι».

ΟΙ ΕΜΠΡΗΣΤΕΣ

16.00

«Όταν ήμουν παιδί, η μητέρα μου δεν με άφηνε να βγω έξω χωρίς αντη­λιακό. Τα απαλά και δροσερά της χέρια άπλωναν τη λοσιόν στο ­πρόσωπό μου. Μου φορούσε ένα πλατύγυρο καπέλο και έδενε τα κορδόνια σφιχτά, συμμετρικά, κάτω από το πιγούνι μου. Τόσοι κόποι, τόση φροντίδα για να γίνω ένα τίποτα».

Λαμπερή και περιζήτητη, η Φοίβη ξοδεύει τον εαυτό της, ζώντας κάτω απ’ το βάρος μιας τραγικής απώλειας. Ο Γουίλ, ο άβγαλτος αλλά φιλόδοξος συμφοιτητής της, είχε κάποτε αφιερώσει τη ζωή του στον Θεό, αλλά έχασε την πίστη του και έμεινε μετέωρος. Τώρα δείχνει να πιστεύει και πάλι ― αυτήν τη φορά στη Φοίβη και στα λακκάκια της πλάτης της. Ώσπου εμφανίζεται ο Τζων Λιλ, ο χαρισματικός αρχηγός μιας θρησκευτικής σέχτας, ο οποίος υπόσχεται στη Φοίβη μια ζωή με νόημα και σκοπό. Κι ο κόσμος όλων τους παίρνει φωτιά.

ΠΛΗΝ

16.01

Ο Άρθουρ Πλην είναι ένας αποτυχημένος, άσημος συγγραφέας. Λίγο πριν κλείσει τα πενήντα, φτάνει με το ταχυδρομείο μια πρόσκληση σε γάμο: ο πρώην του παντρεύεται, μόνο που παντρεύεται κάποιον άλλον! Ο Πλην δεν μπορεί να πάει στο γάμο ― θα παραείναι άβολο. Δεν μπορεί όμως ούτε και να αρνηθεί την πρόσκληση ανοιχτά ― θα τον κουτσομπολεύουν όλοι. Πρέπει να βρει ένα πρόσχημα… και το βρίσκει! Αποφασίζει να αποδεχτεί κάθε λογής πρόσκληση, απ’ αυτές που λαμβάνουν συνήθως οι συγγραφείς, για δευτεροκλασάτα συνέδρια και αδιάφορες εκδηλώσεις ανά τον κόσμο.

Απ’ τη Γαλλία στην Ινδία, απ’ τη Γερμανία στο Μαρόκο, απ’ το Μεξικό στην Ιαπωνία, ο Πλην θα κάνει το γύρο του κόσμου για να ξεφύγει απ’ την ντροπή. Μόνο που σε κάθε γωνιά τον περιμένουν μικροεξευτελισμοί και ταπεινώσεις ― γεννήματα, όχι σπάνια, της φαντασίας του και μόνο. Αυτό είναι το τίμημα που καλείται να πληρώσει προκειμένου να μπορέσει να κρυφτεί και να κάνει ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή του.

Μια πνευματώδης κωμωδία γεμάτη παρεξηγήσεις, σπαρταριστές εκπλήξεις και απρόσμενους στοχασμούς για την κοινή ανθρώπινη μοίρα μας.

ΠΡΩΤΟΛΕΙΟ

18.00

Ο Πίτερ θέλει να γίνει συγγραφέας. Το ίδιο κι η κοπέλα του, η Τζούλια. Το ίδιο κι η Λέσλι, την οποία ο Πίτερ ερωτεύεται παράφορα, μάλλον. Οι ήρωες του Πρωτόλειου έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους. Περιμένουν το ταλέντο τους να λάμψει. Δεν νιώθουν ότι υπάρχουν λάθη που δεν συγχωρούνται. Δεν πιστεύουν ότι ο χρόνος είναι κάτι που μπορεί να το σπαταλήσεις. Πίνουν, κάνουν σεξ, συζητούν για βιβλία, ελπίζοντας ότι ζουν. Βιβλίο αλύπητης ειρωνείας, το Πρωτόλειο χαρακτηρίστηκε ως η Συναισθηματική αγωγή της εποχής μας, ξεγυμνώνοντας μια γενιά μπροστά στον καθρέφτη του ναρκισσισμού της.

ΤΟ ΟΛΛΑΝΔΕΖΙΚΟ ΣΠΙΤΙ

20.00

Η Μέιβ και ο Ντάνι Κόνροϋ μεγαλώνουν στο Ολλανδέζικο Σπίτι, μια εντυπωσιακή έπαυλη στα περίχωρα της Φιλαδέλφειας. Μια μέρα η μητέρα τους φεύγει αναπάντεχα και λίγο καιρό αργότερα ο πατέρας τους φέρνει στο σπίτι μια καινούργια γυναίκα, την Άντρια. Ο ερχομός της θα σημάνει το τέλος της παιδικής τους ηλικίας.

Χάνεται όμως κάτι το οποίο προσπαθείς μια ζωή να ξαναβρείς; Η Μέιβ και ο Ντάνι εξορίζονται απ’ το Ολλανδέζικο Σπίτι, αλλά για δεκαετίες παλεύουν να επιστρέψουν σ’ αυτό. Χτυπούν εις μάτην την πόρτα του παρελθόντος, περιμένοντας να βρεθεί κάποιος να τους ανοίξει ― και κάπως έτσι αφήνουν τη ζωή να περάσει.

Η μοίρα μας είναι τα παιδικά μας χρόνια, λέει η Αν Πάτσετ, μια απ’ τις πιο διακεκριμένες φωνές της σύγχρονης αμερικανικής πεζογραφίας. Στο Ολλανδέζικο σπίτι η συγγραφέας παραδίδει την ιστορία τριών γενιών μιας οικογένειας, καταθέτοντας έναν αλησμόνητο ύμνο στην αδερφική αγάπη και τη δύναμη της συγχώρεσης.

ΤΟ ΟΡΓΙΟ

11.00

Κολοράντο, μέσα της δεκαετίας του ’20.

Ο Νικ Στεφανίνι ξεκίνησε απλός χτίστης, αλλά δούλεψε πολύ στη ζωή του κι έχει πια γίνει εργολάβος με δικό του συνεργείο. Είναι πατέρας τριών παιδιών, νοικοκύρης, προκομμένος.

Ώσπου μια μέρα ένας εργάτης του, ο Φούριας, πιάνει την καλή στο χρηματιστήριο και κάνει ένα απίστευτο δώρο στον Νικ: ένα ανεκμετάλλευτο χρυσωρυχείο.

Ο Νικ συνεταιρίζεται με τον Φρανκ Γκαλιάνο, που ξέρει από ορυχεία αλλά δεν πιστεύει στον Θεό, κι οι δυο μαζί αρχίζουν τη σκληρή δουλειά.

Ω, πόσο θ’ αλλάξει η ζωή της οικογένειας Στεφανίνι! Θα ζήσουν σ’ έναν πύργο, θα έχουν υπηρέτριες, μπάτλερ και σοφέρ!

Κανένας δεν είναι τόσο ενθουσιασμένος όσο ο αφηγητής μας, ο 10χρονος γιος του Νικ, που βιάζεται να μεγαλώσει και να γίνει άντρας.

Όταν όμως μια μέρα ανεβαίνει στο ορυχείο να δει την πρόοδο των εργασιών, τον περιμένει μια τρομερή έκπληξη…

Μια κωμωδία γεμάτη ζωή για το οδυνηρό τέλος της παιδικής αθωότητας.

ΤΟ ΠΡΩΙ ΠΟΥ ΗΡΘΑΝ ΝΑ ΜΑΣ ΠΑΡΟΥΝ

18.00

Ο πόλεμος είναι συλλογική υπόθεση. Εμπλέκει λαούς, παρατάξεις, θρησκείες. Είναι όμως και υπόθεση προσωπική. Τον πόλεμο τον κάνουν άνθρωποι και τον ζούνε άνθρωποι: αυτός που σκοτώνει κι αυτός που σκοτώνεται, αυτός που μένει ανάπηρος κι αυτός που βλέπει το σπίτι του να βομβαρδίζεται, αυτός που μάχεται στο μέτωπο κι αυτός που παρακολουθεί ανυπεράσπιστος τη ζωή του, όπως την ήξερε μέχρι τότε, να καταρρέει.

Σε τούτο το βιβλίο, η Τζανίν Ντι Τζιοβάνι ―η σημαντικότερη πολεμική ανταποκρίτρια της γενιάς της― δεν κάνει γεωπολιτικές αναλύσεις. Δεν κοιτάζει τον πόλεμο από ψηλά. Τον παρακολουθεί από μέσα, μέσα απ’ τα μάτια των ανθρώπων που τον βιώνουν. Αφηγείται τις ιστορίες των στρατιωτών, τόσο του κυβερνητικού στρατού όσο και της αντιπολίτευσης, των βασανισμένων, των αμάχων, των μανάδων, των παιδιών. Καταγράφει αισθήματα αρχέγονα, σωματικά: τον πόνο, την απώλεια, την αγριότητα, τη φρίκη. Καταγράφει τις μυρωδιές του πολέμου, τους ήχους, το κρύο, τη λάσπη. Καταγράφει φόβους κι ελπίδες, το πένθος και τη συντριβή.

Μέσα από δεκάδες ανθρώπινες ιστορίες ―της Νάντα, της Μαριάμ, του Χουσεΐν, του Μοχάμεντ, του Αμπντουλάχ, της Κάρλα― η συγγραφέας συνθέτει τη σπαραχτική τοιχογραφία μιας κοινωνίας που τρώει τις σάρκες της, οδηγημένη σ’ έναν αδελφοκτόνο πόλεμο αλλά και στη μεγαλύτερη τραγωδία της εποχής μας.

ΦΙΡΝΤΑΟΥΣ

14.00

«Άσε με να μιλήσω και μη με διακόψεις. Δεν έχω χρόνο να σ’ ακούσω, στις έξι το απόγεμα θα έρθουν να με πάρουν. Αύριο το πρωί δε θα υπάρχω. Δε θά ’μαι σε κανένα γνωστό μέρος. Το ταξίδι αυτό, σ’ έναν τόπο που κανείς πάνω σε τούτη τη γη δεν τον γνωρίζει ―ταξίδι που δεν το έχουν κάνει ούτε βασιλιάδες, ούτε πρίγκιπες, ούτε κυβερνήτες, ούτε αστυνομικοί―, με γεμίζει περηφάνια. Πάντα αναζητούσα κάτι να με κάνει περήφανη, κάτι για να νιώσω πως είμαι ανώτερη, ανώτερη κυρίως απ’ τους βασιλιάδες, τους πρίγκιπες, τους κυβερνήτες. Έπαιρνα στα χέρια μου μια εφημερίδα, έβλεπα τις φωτογραφίες τους κι έφτυνα τα πρόσωπά τους. Τό ’ξερα ότι δεν έφτυνα παρά μόνο την εφημερίδα, που τη χρειαζόμουν για να στρώσω τα ντουλάπια της κουζίνας. Όμως το έκανα, κι ύστερα άφηνα το φτύμα εκεί που ήταν, να στεγνώσει».

Η γυναίκα αυτή είναι αληθινή, με σάρκα και οστά, ένα αδάμαστο γυναικείο πνεύμα εγκλωβισμένο στον κόσμο των αντρών. Αναζητώντας την ελευθερία και το σεβασμό, η Φιρντάους προσπαθεί να δραπετεύσει απ’ τη ζωή που της έχει επιβληθεί. Δούλα ως παιδί, δούλα ως σύζυγος, δούλα ως υπάλληλος, δούλα ως πόρνη, ελεύθερη μονάχα ως δολοφόνος.

Το βράδυ πριν την εκτέλεσή της, η Φιρντάους αφηγείται την ιστορία της, σ’ ένα από τα πιο κλασικά και πολυμεταφρασμένα κείμενα της φεμινιστικής γραμματείας. Δεν είναι τα βάσανα της Φιρντάους που κάνουν την ιστορία της μια διαχρονική γυναικεία υπόθεση. Είναι η απλότητα του μηνύματός της: πως στον κόσμο της πατριαρχίας, καμιά γυναίκα δεν είναι ελεύθερη.