Βλέπετε 13–24 από 30 αποτελέσματα

Η ΜΕΓΑΛΗ ΧΙΜΑΙΡΑ

16.80

Η μεγάλη χίμαιρα είναι ένα λεπτομερές ψυχογράφημα. Ο συγγραφέας καταπιάνεται με ένα γυναικείο χαρακτήρα και τον αναλύει συστηματικά. Η ιστορία της Μαρίνας, μιας νεαρής Γαλλίδας που ερωτεύεται, παντρεύεται και ακολουθεί τον άνδρα της στη Σύρα, στο πατρικό του σπίτι της Επισκοπής. Εκεί ζει, κάτω από τον βαρύ, αποδοκιμαστικό ίσκιο της πεθεράς της. Καθώς η Μαρίνα συνδέει την τύχη της με τα βαπόρια του άνδρα της, κάθε ψυχική της αναταραχή έχει περίεργες συνέπειες πάνω στη ζωή τους. Όταν έρχεται η οικονομική καταστροφή που είναι συνδεδεμένη με την ψυχική φθορά της ηρωίδας, τότε όλα μπαίνουν στο φαύλο κύκλο του έρωτα και του θανάτου.

ΛΩΞΑΝΤΡΑ

14.75

Η Λωξάντρα δεν είναι απλώς βιογραφία, ούτε απλώς μυθιστόρημα. Στο συναρπαστικό αυτό κείμενο, που έγινε ανάρπαστο από την ώρα που πρωτοκυκλοφόρησε από τις εκδόσεις της Εστίας, οι πραγματικοί και οι φανταστικοί χαρακτήρες συγχωνεύονται για να αναπλάσουν την εικόνα της Πόλης πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Μαρία Ιορδανίδου έγραψε το βιβλίο το 1963, όταν ήταν ήδη εξήντα έξι χρόνων, επειδή – έλεγε – δεν ήθελε αυτά τα λίγα πράγματα που ήξερε να τα πάρει μαζί της. Η Λωξάντρα είναι η ιστορία της γιαγιάς της: μέσα από αυτήν, η Μαρία Ιορδανίδου ξαναζωντανεύει μια ολόκληρη εποχή, ακόμα και “τώρα, που όλα αυτά πέρασαν και το χορτάρι της λησμονιάς αρχίζει κιόλας να φυτρώνει“.

ΛΩΞΑΝΤΡΑ

9.13

Αυτό δεν είναι πιστή βιογραφία και πολλοί χαρακτήρες είναι φανταστικοί. ‘Αλλοι είναι πραγματικοί, όπως ο χαρακτήρας της Λωξάντρας. Εκείνο όμως που προσπάθησα να αποδώσω όσο μπορούσα πιο πιστά, είναι τα ιστορικά γεγονότα, τα έθιμα και το πνεύμα της εποχής. Ελπίζω να το κατόρθωσα, γιατί την παλιά την Πόλη την έζησα στα πρώτα χρόνια της ζωής μου και έμεινε βαθιά χαραγμένη στο μυαλό μου. Τον πρόφτασα το νυχτοφύλακα που διαλαλούσε τις νύχτες την πυρκαγιά, πρόφτασα τις σέντιες και το σήμαντρο των Ταταούλων, πρόφτασα τον Τούρκο το νερουλά που ζητούσε απ’ τη Λωξάντρα λίγο θαυματουργό αγίασμα της Μπαλουκλιώτισσας για να γιάνει το μάτι του που πονούσε.
Παραπάνω λέω ότι προσπάθησα να αποδώσω πιστά τα ιστορικά γεγονότα και το πνεύμα της εποχής – και είναι αλήθεια. Τα αποδίδω βέβαια έτσι όπως τα είδα και τα έζησα μέσα στο στενό μικροαστικό περιβάλλον της Λωξάντρας, που κατοικούσε σε ρωμιομαχαλάδες, που “με Τούρκους αλισφερίσι δεν είχε”, όπως το διατύπωνε μόνη, εννοώντας φυσικά την άρχουσα τάξη των Τούρκων, γιατί με το φουκαρά το μικροπωλητή, με τον Κούρδο που της έκοβε τα ξύλα της και με το νυχτοφύλακα του μαχαλά της είχε και παραείχε αλισφερίσι και συνεννοούντανε πολύ καλά και τους αγαπούσε.
Αυτά ξεκίνησα να γράψω, και γράφοντας να το γλεντώ. Ελπίζω να το γλεντήσουνε και οι άλλοι.

Μαρία Ιορδανίδου

Μονοτονική έκδοση.

Ο ΘΕΟΣ ΤΗΣ ΣΦΑΓΗΣ

9.50

“Τα παιδιά είναι άγρια. Είμαστε βάρβαροι. Δεν πρέπει να το ξεχνάμε. Αυτό είναι το επαναλαμβανόμενο μήνυμα της Γιασμίνας Ρεζά. Είναι η φρικαλέα ανισορροπία ανάμεσα στη μικρότητα του ανθρώπου και τις φιλοδοξίες του, ανάμεσα στην υποβόσκουσα βαρβαρότητά μας και τη δυνατότητα της ομορφιάς: του έργου τέχνης. Όμως σε τι ωφελεί η τέχνη, αν δεν βελτιώνει τον άνθρωπο, αν δεν τον κάνει να αναζητεί την τελειότητά του, παρά τον μεταμορφώνει σε όργανο ματαιοδοξίας;”
(Geraldine Chabrier, “Le Choc du Mois”, Μάρτιος 2007)

“Η Γιασμίνα Ρεζά λέει πιο πολλά για την κοινωνία μας, τους κομφορμισμούς της, τον σχολαστικισμό της, τη χίμαιρα μιας κουλτούρας “προπυργίου-κατά-της-βαρβαρότητας”, για τον ρατσισμό, για τη βία από ό,τι οι βαθυστόχαστοι δοκιμιογράφοι του καιρού μας. Η Γιασμίνα Ρεζά είναι η καλύτερή μας συγγραφέας σύγχρονης κωμωδίας.”
(E. de Montety, “Le Figaro litteraire”, 1.2.07)

Το κορυφαίο αυτό έργο δραματουργίας έχει ως αφορμή τη συμπλοκή δυο εντεκάχρονων παιδιών σ’ έναν τόπο παιχνιδιού, σε μια παρισινή πλατεία.. Το έργο περιγράφει τη συνάντηση, σ’ ένα αστικό διαμέρισμα, των δύο ζευγαριών που καλούνται να συζητήσουν τον τσακωμό των παιδιών τους, με τρόπο ώριμο και πολιτισμένο. Κατά τη διάρκεια της βραδιάς οι γονείς χάνουν τον έλεγχο, με αποτέλεσμα να αρχίσουν να συμπεριφέρονται οι ίδιοι σαν “παιδιά”. Καθώς κανείς από τους τέσσερις δεν αντέχει να αναλάβει το δικό του μερίδιο ευθύνης, οι χαρακτήρες συγκρούονται, εφευρίσκουν συμμάχους και ανακαλύπτουν τον εχθρό στο ίδιο τους το σπίτι.

Τελικά θα εκραγούν, αναδεικνύοντας ως νικητή τον θεό της σφαγής.

Ο ΠΑΠΑΤΡΕΧΑΣ

10.20

«Η πλήρης ευθυμολογίας, αλλά και δραματικών μεταπτώσεων εξέλιξις του Παπά Τρέχα, ως είναι εμπνευσμένη και διατετυπωμένη υπό του Κοραή, δεν τέρπει απλώς, αλλά και εμβάλλει αβιάστως εις τον οιονδήποτε αναγνώστην σκέψεις περί μορφώσεως και ανθρωπισμού, εμποτίζει τρόπον τινά και τον πλέον άγευστον παιδείας άνθρωπον δια των υψηλών ιδεωδών της ελληνικής παιδείας. Δια του αφηγήματος αυτού του Παπά Τρέχα, ο Κοραής αποκαλύπτεται λόγιος ισχυράς λογοτεχνικής δυνάμεως, την οποίαν χρησιμοποιεί κατ’ εξαίρεσιν εις την περίπτωσιν αυτήν και δια τον συγκεκριμένον σκοπόν της εις ευρυτέρας ελληνικάς μάζας προπαγάνδας της ελληνικής παιδείας. Συγχρόνως όμως αποδεικνύεται και επισφραγίζεται ως αληθής Διδάσκαλος του Γένους, γνωρίζων να χρησιμοποιήση πάντα τα εις την διάθεσίν του μέσα προς επιτέλεσιν της αποστολής την οποίαν έταξεν εις εαυτόν».

Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ

15.00

Ο ήρωας του βιβλίου, ένας ταπεινός ταχυδρόμος, αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο την ιστορία του, που διαδραματίζεται σε μια ορεινή κοινότητα της μεταπολεμικής Κρήτης. Ευαίσθητος παρατηρητής μιας σκληρής πραγματικότητας, ο ταχυδρόμος άγεται και φέρεται από την κοινωνία, από προξενιά με πλεκτάνες, από ατελέσφορες αγάπες, τέλος από έναν έγγαμο βίο με πολλά μυστικά και ψέματα – ώσπου κάποτε αφυπνίζεται και γίνεται ο ίδιος δράστης οδηγώντας την αφήγηση στην πλήρη ανατροπή της πλοκής και εκτινάσσοντάς την προς τη δραματική κάθαρση. Η αγάπη και οι δυνατότητές της, οι αυστηροί περιορισμοί των εθίμων στα υψόμετρα των βουνών, η μνήμη, ο έρωτας και ο θάνατος αναπτύσσονται με μια γλώσσα ποιητική, σπάνιας ωριμότητας στην πεζογραφία μας – μιας γλώσσας που δεν αφήνει περιθώρια στη συγκίνηση να “καταπιεί” την αφήγηση. Η γλώσσα γίνεται και αυτή πρωταγωνίστρια του βιβλίου, επαναφέροντας με ορμή το ερώτημα περί της αυθεντικής λογοτεχνίας.

ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ

10.70

«Κάτω εις το βάθος, εις τον λάκκον, εις το βάραθρον, ως κελάρυσμα ρύακος εις το ρεύμα, φωνή εκ βαθέων αναβαίνουσα ως μύρον, ως άχνη, ως ατμός, θρήνος, πάθος, μελωδία, ανερχομένη επί πτίλων αύρας νυκτερινής, αιρομένη μετάρσιος, πραεία, μειλιχία, άδολος, ψίθυρος, λιγεία, αναρριχωμένη εις τας ριπάς, χορδίζουσα τους αέρας, χαιρετίζουσα το αχανές, ικετεύουσα το άπειρον, παιδική, άκακος, ελισσομένη, φωνή παρθένου μοιρολογούσης, μινύρισμα πτηνού χειμαζομένου, λαχταρούντος την επάνοδον του έαρος». [Ο ξεπεσμένος δερβίσης, 1896]
Σαν τον ήχο του νάι που παίζει στους δρόμους της Αθήνας ο ξεπεσμένος δερβίσης στο ομώνυμο διήγημα, έτσι ακούγεται και η φωνή του Παπαδιαμάντη (1851-1911), αυτού του άρχοντα της ελληνικής γλώσσας, στα 23 αριστουργηματικά διηγήματα που ανθολογούνται στον παρόντα τόμο. Αυτό το καλαμένιο νάι που παίζει ο ξένος μουσουλμάνος, όπως ακριβώς και η φωνή του Παπαδιαμάντη, «κατά δύο κοκκίδας διαφέρει διά να είναι το “ναι”, όπου είπεν ο Χριστός. Το “ναι” το ήμερον, το ταπεινόν, το πράον, το “ναι” το φιλάνθρωπον».

ΠΡΟΥΣΤ

12.00

Στις 15 Ιουνίου 1930 ο Μπέκετ ενημερώνεται την τελευταία στιγμή για έναν διαγωνισμό ποίησης με θέμα τον χρόνο. Η προθεσμία είναι τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας. Θα υποβάλει ένα ποίημα 98 στίχων και θα κερδίσει το πρώτο βραβείο, εντυπωσιάζοντας τα μέλη της επιτροπής. Λίγες εβδομάδες αργότερα θα του προτείνουν να γράψει μια μονογραφία για τον Μαρσέλ Προυστ, με μέγιστη έκταση 17000 λέξεις. Ο Μπέκετ θα δεχθεί. Είναι είκοσι τεσσάρων ετών και ήδη στις δημοσιεύσεις του στα διάφορα περιοδικά εμφανίζεται ως Ιρλανδός ποιητής και δοκιμιογράφος. Η μονογραφία για τον Προυστ θα είναι μια καλή ευκαιρία να συνυπάρξουν σε ένα κείμενο η αγάπη του για τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία και την ποίηση, με αφορμή το έργο ενός συγγραφέα· αλλά και η ευκαιρία να εμβαθύνει στο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο. Το δοκίμιο του Μπέκετ για τον Προυστ θα προκαλέσει αρκετή αμηχανία. Απαντάει εμμέσως σε όλες τις κριτικές της εποχής, αλλά ταυτόχρονα προεκτείνει και τις θέσεις του ίδιου του Προυστ. Η πρωτοτυπία της ανάγνωσής του οφείλεται στη μεγάλη χρονική απόσταση που δείχνει να παίρνει από το έργο. Ο Μπέκετ εμφανίζεται ως παρατηρητής-αναγνώστης που διαβάζει μάλλον έναν κλασικό συγγραφέα παρά κάποιον σύγχρονό του. Είναι επίσης ο πρώτος αναγνώστης και κριτικός του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο που κινητοποιεί τόσο πολλούς φιλοσόφους και ρεύματα σκέψης. Θα υποδείξει, για πρώτη φορά, συγγένειες του έργου του Προυστ με τον Λόγο περί μεθόδου του Καρτέσιου, τη Μοναδολογία του Λάιμπνιτς και τη θεματική της φιλίας στον Νίτσε. Ωστόσο, μεγαλύτερη συνεισφορά του μπορεί να θεωρηθεί η ανάδειξη της συνάφειας που υπάρχει ανάμεσα στο έργο του Προυστ και τη σκέψη του Σοπενάουερ: Είμαστε μόνοι. Δεν γνωρίζουμε και δεν μπορούν να μας γνωρίσουν.

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

18.90

H Μαρία Πολυδούρη έχει από καιρό περάσει στην περιοχή του λογοτεχνικού μύθου: είναι το σύμβολο της πρόωρα χαμένης ομορφιάς και του μοιραίου έρωτα, της παράφορης νεότητας και της αυθεντικής ποιητικής κατάθεσης.
Στη νέα έκδοση των “Ποιημάτων”, εμπλουτισμένης με ανέκδοτα έργα που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα σε ιδιωτικά αρχεία ή ελάνθαναν δημοσιευμένα σε δυσεύρετα έντυπα, συγκεντρώνονται όλα τα ευρισκόμενα ποιήματά της και πλαισιώνονται συστηματικά με φιλολογικά σχόλια. Η μελέτη “Μαρία Πολυδούρη” ή “τα ρόδα του αίματος”, που περιλαμβάνεται στο επίμετρο του τόμου, αναδεικνύει τους βασικούς άξονες του έργου της, τη σχέση με την ευρωπαϊκή και την ελληνική λογοτεχνική παράδοση καθώς και τις περιπέτειες της πρόσληψής του. Ένα κρίσιμο ζήτημα, στο οποίο εστιάζει η εργασία της επιμελήτριας του τόμου Χριστίνας Ντουνιά, είναι αν -και σε ποιο βαθμό- η ποίηση της Πολυδούρη μπορεί να διαβαστεί, όχι σαν μνημείο του παρελθόντος, αλλά σαν μια σύγχρονη, ζωντανή τέχνη.

ΤΑ ΨΗΛΑ ΒΟΥΝΑ

7.96

“Φάνη, προσοχή. Σκοπός είσαι.
Μη φοβάσαι τη νύχτα, μη σε τρομάζουν οι ίσκιοι. Όποιος κάνει εκείνο που πρέπει, δεν έχει να φοβηθεί κανένα.
Εσύ κι οι σύντροφοί σου απόψε φυλάγετε το δάσος από τους εχθρούς του.
Η σφυρίχτρα σου να είναι έτοιμη.
Με τη βάρδια, που φυλάγετε, προστατεύετε τα δέντρα. Κι όλους τους ανθρώπους, όσοι θα δροσιστούν απ’ αυτά τα δέντρα είτε τώρα είτε σε πενήντα κι εκατό και διακόσια χρόνια.

Όταν βρίσκονται γενναία παιδιά σαν εσάς, ένα δάσος γίνεται αιώνιο. Κι οι άνθρωποι ζουν καλύτερα τη ζωή τους.”

Τα ψηλά βουνά του Ζαχαρία Παπαντωνίου βρίσκονται μακριά από κάθε ψευτιά· η μόνη τους πρόθεση είναι να φέρουν στις αίθουσες διδασκαλίας και στις ψυχές των εννιάχρονων αναγνωστών τους το θρόισμα των πεύκων και των ελατιών, το τραγούδι του νερού και τη χαρά μιας αλλιώτικης ζωής. Και όλα αυτά με μια γραφή απόλυτα θελκτική και απροσποίητη, δίχως ίχνος ακαμψίας και διδακτισμού που δεν καταπίνεται.

(Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, από το επίμετρο του βιβλίου)

“Τα ψηλά βουνά” (1918) του Ζαχαρία Παπαντωνίου, μετά την πρώτη σύντομη ζωή τους ως αναγνωστικό του Δημοτικού, έζησαν και εξακολουθούν να ζουν μια δεύτερη ως πάντερπνο ανάγνωσμα όλων των ηλικιών. Η παρούσα νέα έκδοση του θαλερού βιβλίου περιλαμβάνει επίμετρο του συγγραφέα, φιλολόγου και εκπαιδευτικού Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου, το οποίο εμπλουτίζει με ουσιαστικό τρόπο την καθιερωμένη, έγκυρη έκδοση της Εστίας.

Νέα, συμπληρωμένη, μονοτονική έκδοση. Επίπετρο: Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος.

ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΠΑΡΑΛΟΓΕΣ

12.17

Οι παραλογές αποτελούν καλλιτεχνικά τη σημαντικότερη κατηγορία δημοτικών τραγουδιών μας. Τα σύνθετα και προβληματικά αυτά τραγούδια μας δένουν πιο πολύ απ’ όλα με το πλούσιο μυθολογικό και ποιητικό παρελθόν μας. Μας γυρνούν σε εποχές παλιές, όπου το πραγματικό με το υπερφυσικό διαμορφώνουν ιστορίες, συνήθως τραγικές, που πάντα θα μπορούσαν κάποτε να συμβούν. Οι πανανθρώπινες, μα σχετικά λιγοστές, αυτές ιστορίες τους βοήθησαν πολλές παραλογές να ξεπεράσουν γρήγορα τον ελληνικό χώρο και να διαδοθούν και στους άλλους βαλκανικούς λαούς. Εξάλλου, και μέσα στο πανελλήνιο, για τους ίδιους αυτούς λόγους, οι παραλογές έχουν την πιο μεγάλη διάδοση.