Βλέπετε 25–30 από 30 αποτελέσματα

ΤΟ ΛΥΚΟΦΩΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

18.76

Από καιρό, ενόσω ακόμα διαρκούσε ο πόλεμος, ένιωθα -καθώς όλοι οι σύγχρονοί μου- ένα είδος εσωτερικού, αυτονόητου χρέους, να επιχειρήσω κάποτε την ανασύνθεση της βαριάς και σκληρής πείρας που μας άφησε για μοναδική ίσως κληρονομιά ο καιρός μας. Το “Λυκόφως των ανθρώπων” δεν θέλω να πω ότι είναι, με την έννοια τούτη, μια μαρτυρία τελειωτική. Τη φωτεινή δέσμη, που δίνει πλαστικότητα και υπόσταση σ’ έναν πίνακα ζωής -και τέτοιο είναι πάντα το μυθιστόρημα- δεν θέλησα καν να τν συγκεντρώσω στο ιστορικό μέρος του έργου. Τα γεγονότα είναι τόσο πρόσφατα ώστε και η υπόμνησή τους ακόμη να μας φαίνεται συχνά περιττή, όταν δεν μας πληγώνει βαθύτερα. Συγκέντρωσα ανθρώπινες μορφές, που ζούνε σε μιαν ιστορικά καθορισμένην εποχή, και παρακολούθησα τη σταδιοδρομία τους, τις σχέσεις τους, τις αντιδράσεις τους απέναντι στα γεγονότα. Είναι μια εποχή κρίσιμη, που ξέσκισε πολλά πέπλα. Αδιάφορο! Ο μυθιστοριογράφος έχει χρέος ν’ αγαπάει όλα τα πρόσωπα του έργου του, αφήνοντας στους άλλους τη φροντίδα, αν θέλουν, να τα κρίνουν. ‘Αλλωστε, τις κυρώσεις, τις επιβάλλει η ζωή. Το μυθιστόρημα ερμηνεύει τους νόμους της. Δεν τους αλλάζει.

ΤΟ ΝΕΡΟ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ

10.20

“ΤΟ ΝΕΡΟ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ”:
Η κυρία Άννα Γιαννοπούλου, όπως κάθε πρωί, ετύλιξε με στοργή τον άντρα της στο βαρύ παλτό του και με δυσπιστία εξέτασε ακόμα μια φορά αν φορούσε το πουλόβερ του. Ύστερα τον φίλησε ερωτικά στο στόμα και τον ξεπροβόδισε ως την εξώπορτα του κήπου.
– Σταύρο, του είπε, ο καιρός γύρισε στο βοριά. Μη βγάζεις το παλτό σου στο μαγαζί. Σου είπα χίλιες φορές να βάλης μια πόρτα. Δεν μπορείς να περνάς πάντα το χειμώνα έτσι, στο ύπαιθρο.
Ο άντρας της την κοίταξε με μάτι κατσούφικο και κακό. Στο πρόσωπό του ζωγραφίστηκε μια αδιόρατη αηδία, ένα μίσος κρυφό.
– Είναι αδύνατο ν’ αλλάξω το μαγαζί μου. Δεν μπορεί να μπη πόρτα. Τα βαρέλια με τα παστά και τα τουρσιά πρέπει να είναι έξω στο πεζοδρόμιο. Δεν γίνεται να χωρίσω το κατάστημά μου στα δύο.
Η Άννα έσκυψε το κεφάλι μ΄εγκαρτέρηση στη σκέψη του άντρα κι αφέντη της.
– Για το καλό σου το λέω, είπε δειλά. Για να μην κρυώνης…

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΣΚΙΑΧΤΡΟΥ

17.25

(…) Το «Όνειρο του σκιάχτρου» συγκεντρώνει τα μηνύματα της εποχής αυτής, που κυκλοφορούν και φορτίζουν τον αέρα που ανασαίνουμε όλοι μας. Συλλαμβάνει τα συνθήματα της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας, της απολύτρωσης, και τα βρίσκουμε μεταπλασμένα ποιητικά, φανταστικά, στο ασάλευτο σκιάχτρο του. Τι ζητάει το καρφωμένο αυτό ομοίωμα του ανθρώπου; Να σαλέψει, να ξεκολλήσει, να κόψει τα δεσμά του, να ανεξαρτητοποιηθεί! Το ‘χουνε στήσει για φόβητρο των πανελεύθερων πουλιών, αυτό είναι ο προορισμός του, μα εκείνο άλλα λαχταρά. Να κινηθεί, να πετάξει, να υπάρξει να δράσει! Και τα πουλιά ψυχανεμίζονται την επιθυμία του, το μήνυμα που εκπέμπει η απελπισμένη προσπάθειά του. Αισθάνονται την κρυφή ελπίδα του ασάλευτου πλάσματος. Συντρέχουν όλα λοιπόν τον αγώνα του φτερουγίζοντας τριγύρω συμπονετικά και δίνοντάς του οδηγίες. (…)

ΤΡΩΑΔΕΣ ΜΗΔΕΙΑ

12.00

Οι πληροφορίες για τις γλωσσικές περιστάσεις και εμπειρίες μέσα στις οποίες οι αρχαίοι τραγικοί παρουσίασαν τις δικές τους γλωσσικές αποκλίσεις είναι ανύπαρκτες. Από τη στιγμή αυτή αρχίζει και ο αγώνας με την αντίσταση και τη μοναξιά των κειμένων. Κειμένων των οποίων τις λέξεις μπορούμε να ερμηνεύσουμε εννοιολογικά, είναι όμως αδύνατον να τους ξαναδώσουμε το διάχυτο λειτουργικό άρωμά τους. Για να περιοριστώ σε μιαν απλή, περίπου μονοκύτταρη, έκφραση άλγους: “αιαί”, “ιώ”, “οίμοι”, “έ”, “ώμοι”, “φεύ”, “οι”, “ιού”, “εή”, “οτοτοτοί”, “πύππαξ”, “πόποι”, είναι μια ποικιλία επιφωνημάτων που χρησιμοποιούν ο Αισχύλος στην Ορέστεια και ο Ευριπίδης στις Τρωαδίτισσες. Επειδή, σαφώς, τα διαφορετικά αλλά ταυτόσημα αυτά επιφωνήματα δεν χρησιμοποιούνται απλώς χάριν ποικιλίας, βάσει ποιων στοιχείων θα μπορούσαμε σήμερα να διακρίνουμε και να καταλάβουμε τη διαφοροποιούμενη, και κατά περίσταση επιδιωκόμενη, αισθητική λειτουργία τους; Επιπλέον: πέρα από τα ήδη κορεσμένα “αλί”, “αχ”, και “οιμένα”, με ποια άλλα μέσα θα μπορούσαμε να ανταποκριθούμε μεταφραστικά στη διαφοροποίηση αυτή;
Σχετικά με τις Τρωαδίτισσες, η μεταφορά ορισμένων σημείων τους στην τωρινή μορφή της γλώσσας μας έγινε μέσα από αντιστοιχίες του νεότερου ελληνικού ποιητικού λόγου, επώνυμου είτε ανώνυμου.
Η επιλογή ήταν εσκεμμένη, γιατί τα πάθη τους είναι ακόμα τόσο οικεία όχι μόνο στην ιστορική, αλλά και στην τρέχουσα μνήμη μας. Εσκεμμένα επίσης, ορισμένες λέξεις που εννοιολογικά έχουν σήμερα διαφοροποιηθεί διατηρήθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν με την αρχική σημασία τους.

ΥΠΟΤΑΓΗ

17.00

«Είναι η υποταγή», είπε απαλά ο Ρεντιζέ. «Η ανατρεπτική και απλή ιδέα, που ως τότε δεν είχε ποτέ εκφραστεί με τόση δύναμη, ότι το απόγειο της ανθρώπινης ευτυχίας έγκειται στην απόλυτη υποταγή. Πρόκειται για μια ιδέα που θα δίσταζα να παρουσιάσω στους ομόθρησκούς μου, που ίσως να την έκριναν βλάσφημη, όμως για μένα υπάρχει μια σχέση μεταξύ της απόλυτης υποταγής της γυναίκας στον άντρα, όπως την περιγράφει η Ιστορία της Ο, και της υποταγής του ανθρώπου στον Θεό, όπως τη θεωρεί το ισλάμ».

Σε μια Γαλλία αρκετά κοντινή στη σημερινή, ένας άντρας ακολουθεί πανεπιστημιακή καριέρα. Η διδασκαλία τον ενδιαφέρει ελάχιστα, προσδοκά μια βαρετή αλλά ήρεμη ζωή, μακριά από τα μεγάλα ιστορικά δρώμενα. Ωστόσο, οι δυνάμεις που δρουν στη χώρα έχουν διασπάσει το πολιτικό σύστημα, επιφέροντας τελικά την κατάρρευσή του. Αυτή η ενδόρρηξη χωρίς αναταράξεις, χωρίς αληθινή επανάσταση, εξελίσσεται σαν εφιάλτης.
Το ταλέντο του συγγραφέα, η οραματική του δύναμη, μας παρασύρουν σε ένα αμφίσημο και ολισθηρό έδαφος? το βλέμμα του στον γηράσκοντα πολιτισμό μας κάνει να συνυπάρχουν σε αυτό το μυθιστόρημα ποιητικές διοράσεις, κωμικές σκηνές και μια μοιρολατρική μελαγχολία.

Ένας συναρπαστικός πολιτικός και ηθικός μύθος.

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

10.14

Αυτήν τη δυτική συνήθεια υιοθέτησε ο ανατολικός Παπαδιαμάντης (1851-1911) και δημοσίευε τις μέρες των Χριστουγέννων σε διάφορα έντυπα διηγήματα, μερικά από τα οποία ανήκουν στα εξοχότερα δείγματα της τέχνης του. Το κοινό που έχουν τα διηγήματα αυτά μεταξύ τους, εκτός από την απαράμιλλη τέχνη του συγγραφέα τους, είναι ότι η δράση τους συνδέεται με τη γιορτή των Χριστουγέννων. Ωστόσο δεν υπάρχει σε αυτά κανενός είδους οικογενειακή εορταστική αφέλεια, αλλά απεναντίας στις σελίδες τους ξεδιπλώνεται η μεγάλη ποικιλία της ζωής των προσώπων του παπαδιαμαντικού σύμπαντος, που στο άκρο του βρίσκεται η φονική κακότητα της γρια-Καντάκαινας («Το χριστόψωμο») και στο άλλο η αγόγγυστη καλοσύνη της θεια-Αχτίτσας («Η Σταχτομαζώχτρα»).