Βλέπετε 10–18 από 30 αποτελέσματα

Η ΔΕΞΙΑ ΤΣΕΠΗ ΤΟΥ ΡΑΣΟΥ

10.20

Τη νύχτα που πέθανε ο αρχιεπίσκοπος γέννησε η Σίσσυ. Έκανε τρία κουτάβια σα θρεμμένα ποντικάκια. Ο Βικέντιος από μέρες την είχε κατά νου. Περίμενε. Είχανε σωθεί τα φουντούκια στην τσέπη του ράσου του. Πηγαινοερχότανε μες στο μοναστήρι, μοναχικός διακονητής, κι εκείνη, φουσκωμένη, έτρεχε βαριανασαίνοντας από πίσω του, ταμένη να συντροφεύει τα βήματά του στο μαγειριό, στο προαύλιο, στα αγριεμένα πια κηπάρια και στην πεζούλα με τους σταυρούς.

Ο Βικέντιος, μοναχικός μοναχός, πενθεί για την αδικοχαμένη σκυλίτσα του, την ίδια στιγμή που λαός και επίσημη Εκκλησία πενθούν τον Μακαριστό Αρχιεπίσκοπο.

Κατόπιν, καθώς οι κεφαλές της Εκκλησίας μετέχουν σε ιερές και ανίερες διαδικασίες διαδοχής, εκείνος αγωνιά να κρατήσει στη ζωή έστω και έναν από τους τρεις νεογέννητους διαδόχους της νεκρής σκυλίτσας.

Mια έντονα σημειολογική νουβέλα που ακροβατεί μεταξύ προσωπικού και συλλογικού πένθους, προσωπικής και συλλογικής ελπίδας. Από τον συγγραφέα-έκπληξη του μυθιστορήματος “Ανάμισης ντενεκές”.

Η ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΕΔΙΟΥ ΤΗΣ ΠΑΛΗΣ

12.70

Αυτό το βιβλίο αφηγείται, πάνω απ’ όλα, την ιστορία ενός ανθρώπου που έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στη δυτική Ευρώπη, στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα. Πλάσμα μοναχικό κατά βάθος, ωστόσο αραιά και που δημιουργούσε κάποιες ανθρώπινες σχέσεις. Βίωσε καιρούς χαλεπούς και ανήσυχους. Η πατρίδα του κατρακυλούσε αργά, αλλά αναπόδραστα, στην οικονομική ζώνη των μισο-πτωχευμένων κρατών. Τα άτομα της γενιάς του, συχνά σημαδεμένα από τη φτώχια και την απογοήτευση, ζούσαν μέσα στη μοναξιά και την πικρία τους. Τα αισθήματα της αγάπης, της τρυφερότητας και της αδελφοσύνης είχαν σε μεγάλο βαθμό εξαφανιστεί κι οι σύγχρονοί του, στις αμοιβαίες τους σχέσεις, συχνά συμπεριφέρονταν αδιάφορα, ακόμη και βάναυσα.
Τη στιγμή της εξαφάνισής του, ο Μισέλ Ντζερζίνσκι θεωρείτο αναμφισβήτητα βιολόγος πρώτης σειράς και πολλοί πίστευαν ότι θα έπαιρνε το βραβείο Νόμπελ. Ωστόσο, οι πραγματικές αιτίες της ξεχωριστής του σημασίας έμελλε ν’ αποκαλυφθούν λίγο αργότερα. […]

(από τον Πρόλογο)

Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ -ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

12.05

Το “Η ζωή εν τάφω” άρχισε να σχεδιάζεται μέσα στα χαρακώματα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, στην προκάλυψη του Μοναστηριού της Σερβίας. Ένα κεφάλαιο κιόλας δημοσιεύτηκε από τότε στην εφημερίδα Νέα Ελλάδα, που ‘βγαινε στη Θεσσαλονίκη το 1917. Mετά από τη Μικρασιατική Καταστροφή, το πρώτο σύνολο μπήκε σαν επιφυλλίδα στη βδομαδιάτικη Καμπάνα της Μυτιλήνης. Το ανάτυπο από κείνη την επιφυλλίδα (1924) στάθηκε η πρώτη έκδοση του βιβλίου. Από τότε το “Η ζωή εν τάφω” σημειώνει μια σταθερή πορεία ως τις μέρες μας, ανάμεσα σε πολλές και τρικυμιώδεις πολιτικές περιπέτειες, ενθουσιασμούς και παρεξηγήσεις. Η κυκλοφορία του βιβλίου είχε απαγορευτεί τα τέσσερα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας και τα κατοπινά τέσσερα της Κατοχής.

“Ο πόλεμος, η φρίκη και η αγωνία του, οι ανατριχιαστικές κι εφιαλτικές σκηνές του, υπάρχουν και περιγράφονται στο βιβλίο, για να δείξουν τη σημασία και την ομορφιά της ζωής. Και είναι ακριβώς το χαράκωμα, οι κακουχίες και οι ταλαιπωρίες του πολέμου, που έκαναν τον Στράτη Μυριβήλη να νιώσει τη ζωή ανάμεσα από το κορμί, να γνωρίσει και να διακηρύξει το πρωτείο του σώματος, να γίνει ο υλιστής και ο ηδονιστής που βλέπει τη ζωή σαν ερωμένη.”

Απόστολος Σαχίνης
Νέα μονοτονική και επετειακή έκδοση.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΧΙΜΑΙΡΑ

16.80

Η μεγάλη χίμαιρα είναι ένα λεπτομερές ψυχογράφημα. Ο συγγραφέας καταπιάνεται με ένα γυναικείο χαρακτήρα και τον αναλύει συστηματικά. Η ιστορία της Μαρίνας, μιας νεαρής Γαλλίδας που ερωτεύεται, παντρεύεται και ακολουθεί τον άνδρα της στη Σύρα, στο πατρικό του σπίτι της Επισκοπής. Εκεί ζει, κάτω από τον βαρύ, αποδοκιμαστικό ίσκιο της πεθεράς της. Καθώς η Μαρίνα συνδέει την τύχη της με τα βαπόρια του άνδρα της, κάθε ψυχική της αναταραχή έχει περίεργες συνέπειες πάνω στη ζωή τους. Όταν έρχεται η οικονομική καταστροφή που είναι συνδεδεμένη με την ψυχική φθορά της ηρωίδας, τότε όλα μπαίνουν στο φαύλο κύκλο του έρωτα και του θανάτου.

ΛΩΞΑΝΤΡΑ

14.75

Η Λωξάντρα δεν είναι απλώς βιογραφία, ούτε απλώς μυθιστόρημα. Στο συναρπαστικό αυτό κείμενο, που έγινε ανάρπαστο από την ώρα που πρωτοκυκλοφόρησε από τις εκδόσεις της Εστίας, οι πραγματικοί και οι φανταστικοί χαρακτήρες συγχωνεύονται για να αναπλάσουν την εικόνα της Πόλης πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Μαρία Ιορδανίδου έγραψε το βιβλίο το 1963, όταν ήταν ήδη εξήντα έξι χρόνων, επειδή – έλεγε – δεν ήθελε αυτά τα λίγα πράγματα που ήξερε να τα πάρει μαζί της. Η Λωξάντρα είναι η ιστορία της γιαγιάς της: μέσα από αυτήν, η Μαρία Ιορδανίδου ξαναζωντανεύει μια ολόκληρη εποχή, ακόμα και “τώρα, που όλα αυτά πέρασαν και το χορτάρι της λησμονιάς αρχίζει κιόλας να φυτρώνει“.

ΛΩΞΑΝΤΡΑ

9.13

Αυτό δεν είναι πιστή βιογραφία και πολλοί χαρακτήρες είναι φανταστικοί. ‘Αλλοι είναι πραγματικοί, όπως ο χαρακτήρας της Λωξάντρας. Εκείνο όμως που προσπάθησα να αποδώσω όσο μπορούσα πιο πιστά, είναι τα ιστορικά γεγονότα, τα έθιμα και το πνεύμα της εποχής. Ελπίζω να το κατόρθωσα, γιατί την παλιά την Πόλη την έζησα στα πρώτα χρόνια της ζωής μου και έμεινε βαθιά χαραγμένη στο μυαλό μου. Τον πρόφτασα το νυχτοφύλακα που διαλαλούσε τις νύχτες την πυρκαγιά, πρόφτασα τις σέντιες και το σήμαντρο των Ταταούλων, πρόφτασα τον Τούρκο το νερουλά που ζητούσε απ’ τη Λωξάντρα λίγο θαυματουργό αγίασμα της Μπαλουκλιώτισσας για να γιάνει το μάτι του που πονούσε.
Παραπάνω λέω ότι προσπάθησα να αποδώσω πιστά τα ιστορικά γεγονότα και το πνεύμα της εποχής – και είναι αλήθεια. Τα αποδίδω βέβαια έτσι όπως τα είδα και τα έζησα μέσα στο στενό μικροαστικό περιβάλλον της Λωξάντρας, που κατοικούσε σε ρωμιομαχαλάδες, που “με Τούρκους αλισφερίσι δεν είχε”, όπως το διατύπωνε μόνη, εννοώντας φυσικά την άρχουσα τάξη των Τούρκων, γιατί με το φουκαρά το μικροπωλητή, με τον Κούρδο που της έκοβε τα ξύλα της και με το νυχτοφύλακα του μαχαλά της είχε και παραείχε αλισφερίσι και συνεννοούντανε πολύ καλά και τους αγαπούσε.
Αυτά ξεκίνησα να γράψω, και γράφοντας να το γλεντώ. Ελπίζω να το γλεντήσουνε και οι άλλοι.

Μαρία Ιορδανίδου

Μονοτονική έκδοση.

Ο ΘΕΟΣ ΤΗΣ ΣΦΑΓΗΣ

9.50

“Τα παιδιά είναι άγρια. Είμαστε βάρβαροι. Δεν πρέπει να το ξεχνάμε. Αυτό είναι το επαναλαμβανόμενο μήνυμα της Γιασμίνας Ρεζά. Είναι η φρικαλέα ανισορροπία ανάμεσα στη μικρότητα του ανθρώπου και τις φιλοδοξίες του, ανάμεσα στην υποβόσκουσα βαρβαρότητά μας και τη δυνατότητα της ομορφιάς: του έργου τέχνης. Όμως σε τι ωφελεί η τέχνη, αν δεν βελτιώνει τον άνθρωπο, αν δεν τον κάνει να αναζητεί την τελειότητά του, παρά τον μεταμορφώνει σε όργανο ματαιοδοξίας;”
(Geraldine Chabrier, “Le Choc du Mois”, Μάρτιος 2007)

“Η Γιασμίνα Ρεζά λέει πιο πολλά για την κοινωνία μας, τους κομφορμισμούς της, τον σχολαστικισμό της, τη χίμαιρα μιας κουλτούρας “προπυργίου-κατά-της-βαρβαρότητας”, για τον ρατσισμό, για τη βία από ό,τι οι βαθυστόχαστοι δοκιμιογράφοι του καιρού μας. Η Γιασμίνα Ρεζά είναι η καλύτερή μας συγγραφέας σύγχρονης κωμωδίας.”
(E. de Montety, “Le Figaro litteraire”, 1.2.07)

Το κορυφαίο αυτό έργο δραματουργίας έχει ως αφορμή τη συμπλοκή δυο εντεκάχρονων παιδιών σ’ έναν τόπο παιχνιδιού, σε μια παρισινή πλατεία.. Το έργο περιγράφει τη συνάντηση, σ’ ένα αστικό διαμέρισμα, των δύο ζευγαριών που καλούνται να συζητήσουν τον τσακωμό των παιδιών τους, με τρόπο ώριμο και πολιτισμένο. Κατά τη διάρκεια της βραδιάς οι γονείς χάνουν τον έλεγχο, με αποτέλεσμα να αρχίσουν να συμπεριφέρονται οι ίδιοι σαν “παιδιά”. Καθώς κανείς από τους τέσσερις δεν αντέχει να αναλάβει το δικό του μερίδιο ευθύνης, οι χαρακτήρες συγκρούονται, εφευρίσκουν συμμάχους και ανακαλύπτουν τον εχθρό στο ίδιο τους το σπίτι.

Τελικά θα εκραγούν, αναδεικνύοντας ως νικητή τον θεό της σφαγής.

Ο ΠΑΠΑΤΡΕΧΑΣ

10.20

«Η πλήρης ευθυμολογίας, αλλά και δραματικών μεταπτώσεων εξέλιξις του Παπά Τρέχα, ως είναι εμπνευσμένη και διατετυπωμένη υπό του Κοραή, δεν τέρπει απλώς, αλλά και εμβάλλει αβιάστως εις τον οιονδήποτε αναγνώστην σκέψεις περί μορφώσεως και ανθρωπισμού, εμποτίζει τρόπον τινά και τον πλέον άγευστον παιδείας άνθρωπον δια των υψηλών ιδεωδών της ελληνικής παιδείας. Δια του αφηγήματος αυτού του Παπά Τρέχα, ο Κοραής αποκαλύπτεται λόγιος ισχυράς λογοτεχνικής δυνάμεως, την οποίαν χρησιμοποιεί κατ’ εξαίρεσιν εις την περίπτωσιν αυτήν και δια τον συγκεκριμένον σκοπόν της εις ευρυτέρας ελληνικάς μάζας προπαγάνδας της ελληνικής παιδείας. Συγχρόνως όμως αποδεικνύεται και επισφραγίζεται ως αληθής Διδάσκαλος του Γένους, γνωρίζων να χρησιμοποιήση πάντα τα εις την διάθεσίν του μέσα προς επιτέλεσιν της αποστολής την οποίαν έταξεν εις εαυτόν».

Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ

15.00

Ο ήρωας του βιβλίου, ένας ταπεινός ταχυδρόμος, αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο την ιστορία του, που διαδραματίζεται σε μια ορεινή κοινότητα της μεταπολεμικής Κρήτης. Ευαίσθητος παρατηρητής μιας σκληρής πραγματικότητας, ο ταχυδρόμος άγεται και φέρεται από την κοινωνία, από προξενιά με πλεκτάνες, από ατελέσφορες αγάπες, τέλος από έναν έγγαμο βίο με πολλά μυστικά και ψέματα – ώσπου κάποτε αφυπνίζεται και γίνεται ο ίδιος δράστης οδηγώντας την αφήγηση στην πλήρη ανατροπή της πλοκής και εκτινάσσοντάς την προς τη δραματική κάθαρση. Η αγάπη και οι δυνατότητές της, οι αυστηροί περιορισμοί των εθίμων στα υψόμετρα των βουνών, η μνήμη, ο έρωτας και ο θάνατος αναπτύσσονται με μια γλώσσα ποιητική, σπάνιας ωριμότητας στην πεζογραφία μας – μιας γλώσσας που δεν αφήνει περιθώρια στη συγκίνηση να “καταπιεί” την αφήγηση. Η γλώσσα γίνεται και αυτή πρωταγωνίστρια του βιβλίου, επαναφέροντας με ορμή το ερώτημα περί της αυθεντικής λογοτεχνίας.