Βλέπετε 13–24 από 69 αποτελέσματα

ΕΝΑ ΠΙΑΤΟ ΛΙΓΟΤΕΡΟ

16.00

Στις 14 Ιουλίου του 1965, μια μέρα προτού παραιτηθεί ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, στο Ημεροβίγλι της Σαντορίνης ο νεαρός Σαράντης Καγιαλής γλιστρά σε μια σκαμμένη τρύπα, πέφτει προς τα πίσω με το κεφάλι και μένει στον τόπο.

ΕΥΧΑΡΙΣΤΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ

18.02

«Η ενασχόληση με τη γη και τα φυτά μπορεί να προσφέρει στην ψυχή μας ανάλογη ανακούφιση και γαλήνη με αυτήν που μας προσφέρει ο διαλογισμός». Όπως και η ζωγραφική, η ενασχόληση με τη φύση ήταν για τον Έρμαν Έσσε ένα ευχάριστο και ταυτόχρονα δημιουργικό διάλειμμα από τη συγγραφική του δραστηριότητα, μια ενασχόληση με την οποία πέρασε σχεδόν τη μισή του ζωή.

Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΑΡΙΟΣ ΤΟΥ ΑΟΥΣΒΙΤΣ

17.70

Βασισμένο στην αληθινή ιστορία της Ντίτα Κράους.

Η ιστορία της μικρότερης και πιο επικίνδυνης βιβλιοθήκης στον κόσμο, ειπωμένη από μια κρατούμενη του Άουσβιτς που κατόρθωσε να επιβιώσει.

Ιανουάριος του 1944. Η έφηβη Ντίτα Κράους με τους γονείς της μεταφέρεται από το γκέτο των Εβραίων της Τερεζίν στην Πράγα στο στρατόπεδο Άουσβιτς-Μπιρκενάου. Μόνο η Ντίτα Κράους και μια χούφτα ακόμα κρατούμενοι επέζησαν, έπειτα από παραμονή ενός έτους, πριν από την απελευθέρωσή τους από τους Συμμάχους την Άνοιξη του ’45. Παρατηρεί τα πάντα, θυμάται τα πάντα και αφηγείται τα πάντα στον Αντόνιο Ιτούρμπε: Τον φόβο, τους συντρόφους που βρίσκαν νεκρούς το πρωί από την πείνα και το κρύο, την καταναγκαστική εργασία κάτω από τα γρονθοκοπήματα των «Κάπος», τις περιοδικές «επιλογές» που ξεχώριζαν τους υγιείς από τους αρρώστους που οδηγούνταν στα κρεματόρια.

Μα πάνω απ’ όλα, θυμάται τον Φρέντι Χιρς, τον αρχηγό του παιδικού μπλοκ 31. Στη μαύρη λάσπη του Άουσβιτς που καταπίνει τα πάντα, ο Φρέντι Χιρς έκτισε μυστικά ένα σχολείο. Οι Ναζί δεν το ξέρουν. Όπως δεν γνωρίζουν και την ύπαρξη της μικρότερης, κρυμμένης και παράνομης δημόσιας βιβλιοθήκης που υπήρξε ποτέ. Περιλαμβάνει έξι «ομιλούντα» βιβλία και οχτώ τυπωμένα. Τα τελευταία, η νεαρή Ντίτα τα κρύβει κάτω από το φόρεμά της με κίνδυνο της ζωής της.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑ

18.00

Ο Γιοέλ Ραβίντ εργάστηκε επί σειρά ετών για τις μυστικές υπηρεσίες, αξιοποιώντας το υπερφυσικό του ένστικτο να οσμίζεται το ψέμα και την αλήθεια. Μετά τον χαμό της συζύγου του σε ένα περίεργο ατύχημα, μετακομίζει σε κάποιο προάστιο του Τελ Αβίβ με την κόρη του, τη μητέρα του και την πεθερά του.

Η ΕΞΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

12.72

«Τούτη η γη ήταν αχανής, το αίμα και οι εποχές συγχέονταν μέσα της, ο χρόνος γινόταν ρευστός. Η ζωή εδώ ήταν ζυμωμένη με τη γη, και για να ενσωματωθείς σ’ αυτήν θα ‘πρεπε να πλαγιάσεις και να κοιμηθείς για χρόνια και χρόνια πάνω στο λασπερό ή ξερό χώμα.

Η ΖΩΗ ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ

16.00

Η Βισουάβα Σιμπόρσκα, κορυφαία δημιουργός της μεταπολεμικής Ευρώπης, η ποιήτρια «της εμπειρίας και της σοφίας», όπως το έθεσε ένας σημαντικός κριτικός της Πολωνίας, δεν αποδέχτηκε ποτέ το ρόλο της «εφήμερης αυθεντίας». Όποτε μάλιστα την καλούσαν να σχολιάσει τους στίχους της, συνήθιζε να αποκρίνεται ως εξής: «Αυτή είναι πολύ καλή ερώτηση, ελάτε παρακαλώ την άνοιξη, γιατί χρειάζομαι λίγο χρόνο να τη σκεφτώ», ή «Πολύ καλή ερώτηση, μήπως για απάντηση να γράψω ένα ποίημα;».

Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΠΛΕ

15.00

Το πτερύγιο ενός καρχαρία διασχίζει τα γαλήνια νερά της λουτρόπολης όπου παραθερίζουν ανάπηροι πολέμου. Τάρανδοι ξεπηδούν από το πορτ-μπαγκάζ παραμονή Πρωτοχρονιάς κι ένας παπάς μπεκρουλιάζει τραγουδώντας λαϊκά. Ο Ερμής φανερώνει την ανεπίδοτη επιστολή της Καλυψώς προς τον πατέρα των θεών κι ένας αρχαίος ραψωδός εμφανίζεται στο κέντρο του Μεγάλου Κάστρου. Ο κόσμος του αγοροκόριτσου σείεται καθώς ματώνει κι ακούει τη μαμά να λέει «τώρα μπορείς να κάνεις παιδιά».

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

14.00

Η Αθήνα είναι μια μεγάλη πρωτεύουσα. Σήμερα. Κι ας έχει λακκούβες κι ας έχει στενούς δρόμους κι ας έχει παλιές γειτονιές κι ας έχει ένα σωρό ελλείψεις και λάθη. Και το κυριότερο, ας μην έχει ένα ποτάμι. Ας κατεβάζουνε τα βουνά χαλίκι και λάσπη, όταν πιάνει καμιά δυνατή βροχή. Κι ας. . . Κι ας μείνανε ακόμα κάτι κατάλοιπα Ανατολής. Γαϊδουράκια μέσα στους μεγάλους δρόμους και καροτσάκια και αραμπάδες και αναχρονιστικά πράγματα. (. . .) Εμείς οι πιο παλιοί, τη θυμούμαστε όταν δεν ήτανε ακόμα πολιτεία, αλλά “συνονθύλευμα πολλών χωρίων”. Όταν όλοι οι έμποροι πουλούσανε στο δρόμο την πραμάτεια τους, όταν η λάσπη έφτανε στο γόνατο, όταν δεν είχε φως στους δρόμους, όταν τα μόνιππα ήτανε τα ταξί της, κι όταν το νερό ήτανε πρόβλημα κι η κάθε νοικοκυρά κοπάναγε τον γκαζοτενεκέ της στο κεφάλι της άλλης, για να προλάβει να γεμίσει πρώτη, πριν στερέψει η δημοτική βρύση, που έδινε λίγο νεράκι δυο φορές τη βδομάδα. Άλλος κόσμος, άλλες συνήθειες, άλλες περιπέτειες που τις λένε “η καλή, παλιά εποχή”. Βρώμα, απελπισία, στέρηση, κρύο, αρρώστιες, απλυσιά, όλα, που μας φαίνονται καλά “γιατί τότε είμαστε νέοι”. . . Τίποτα παραπάνω.

Η ΦΑΡΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ

8.50

Σε ένα αγρόκτημα τα ζώα επαναστατούν και ανατρέπουν την καταπιεστική εξουσία του ανθρώπου.

Τη διοίκηση αναλαμβάνουν τα γουρούνια, που φαίνονται ικανότερα από τα άλλα ζώα.

Η νέα εξουσία όμως δεν αργεί ν’ αποδειχτεί το ίδιο κακή ή και ακόμα χειρότερη από την προηγούμενη.

Κυρίως γιατί εξαφανίζει τις δυνατότητες για αντίδραση…

Η ΦΙΛΙΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΟΤΙΝΗ

14.50

Αν κάθε φορά που λες ένα “όχι” αισθάνεσαι ενοχές, πρέπει να δουλέψεις αρκετά με τον εσωτερικό σου κόσμο. Το θάρρος του “όχι” είναι ωριμότητα, ισορροπία, ακόμα και σεβασμός προς τον άλλον που απευθύνεται. Ο άνθρωπος που αδιακρίτως λέει “ναι” μπορεί να βολεύει τους άλλους, να τον χρησιμοποιούν, όμως δεν τον εκτιμούν.

Η ΦΥΣΙΚΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ

12.00

Η «Φυσική της Μεταφυσικής» αποτελείται από κείμενα έμμετρα και πεζά που εκφράζουν σκέψεις του συγγραφέα σχετικά με τον άνθρωπο και τον τρόπο που κατανοεί τον κόσμο και την εξέλιξή του. Πολλά από τα κείμενα είναι εμπνευσμένα από γεγονότα και καταστάσεις που ζούμε τα τελευταία χρόνια.

Η ΧΡΟΝΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ ΡΙΚΑΡΝΤΟ ΡΕΙΣ

18.00

Ο Ρικάρντο Ρέις, ποιητής και γιατρός, ύστερα από πολυετή αυτοεξορία στη Βραζιλία επιστρέφει στην πατρίδα του. Η Λισαβόνα είναι μουντή και άχρωμη, φαντάζει χιμαιρική. Ο ίδιος, αντί να δέχεται ασθενείς, περιπλανιέται με τις ώρες στους δρόμους της πόλης. Λαχταρά την άπιαστη Μαρσέντα, μια δεσποινίδα της οποίας το αριστερό χέρι έχει μυστηριωδώς παραλύσει, αλλά είναι η Λίντια αυτή που μοιράζεται μαζί του το κρεβάτι, η καμαριέρα του ξενοδοχείου όπου έχει καταλύσει. Ώσπου τον επισκέπτεται ένας παλιός του φίλος, ο Φερνάντο Πεσσόα, φορώντας ακόμη το κοστούμι με το οποίο είχε ταφεί μερικές εβδομάδες νωρίτερα.